Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2011

Νοικιασμένη Καταδίκη

Μπαίνοντας, είχε ήδη πιει δυο ποτά. Κατάσταση ευχάριστης ευφορίας, αυτό που σε κάνει να γελάς ευκολότερα, αβίαστα, να μην βλέπεις εχθρούς ακόμα κι αν υπάρχουν και τα μάγουλά σου να ‘ναι κατακόκκινα σαν μήλα το Φλεβάρη.
Κάθισε στο μπαρ με όλη της την αυτοπεποίθηση, όχι γιατί ένιωθε θεά –μία συνηθισμένη γλυκιά κοπέλα ήταν- αλλά γιατί η δύναμή της την πλημμύριζε με μια χαρά, σχεδόν άγρια χαρά, αυτή που σχηματίζεται μέσα σου όταν αισθάνεσαι τόσο δυνατός, όσο ν’ αναποδογυρίσεις τον κόσμο, να τον εξαφανίσεις και να τον φτιάξεις πάλι απ’την αρχή. Απλά πράγματα.
Παρήγγειλε ένα ποτηράκι κρασί, η μουσική δυνατή, η φωνή της κοπέλας υπέροχη, όλα όμορφα, όλα όπως τα ‘θελε∙ ήταν ωραία η ζωή αφού μπορούσε ν’ακούει, να βλέπει, να γεύεται, να νιώθει. Έστρεψε το κεφάλι αριστερά μ’ ένα ευχάριστο μειδίαμα ζωγραφισμένο στα χείλη της.
Δίπλα της μια γνώριμη φυσιογνωμία- δεν πήρε πάνω από δύο δευτερόλεπτα να τον αναγνωρίσει- το παιδί αυτό τραγουδούσε εδώ. Χάθηκε το μειδίαμα, τέντωσαν τα χείλη σε πλατύ χαμόγελο. «Γεια σου!» είπε χαρούμενα, σχεδόν χαζά, έσμιξε ο άλλος τα φρύδια και πήρε μια ανόητη έκφραση η κατά τ’ άλλα χαριτωμένη φατσούλα του. Έσκυψε προς το μέρος της για να συνεννοηθούν, «βοήθησέ με λίγο», είπε αμήχανα, γέλασε η άλλη γιατί το βρήκε αστείο και τού ’πε τ’ όνομά της, «α, ναι», κούνησε ο άλλος το κεφάλι – «σιγά μη με θυμήθηκες», σκέφτηκε εκείνη – έσκυψαν ταυτόχρονα να μιλήσουν «πού να θυμάσαι τόσο κόσμο», «θυμάμαι πρόσωπα αλλά ξεχνάω ονόματα∙ είχες μαζεμένα τα μαλλιά σου όταν σε ξανάδα;», τού ‘γνεψε ναι.
Άρχισε η κουβέντα να κυλάει νερό, στολισμένη σε ροκ δυνατά ταρακουνήματα, μπόλικο αλκοόλ και πολύ γέλιο∙ μα τι είχανε να πουν αυτοί οι δύο άγνωστοι –γνωστοί, που είχαν ανταλλάξει ίσως και δέκα προτάσεις προ μηνός, γύρω στις τέσσερις το πρωί που το μαγαζί έκλεινε και ήταν –μάλλον και οι δύο- στουπί στο μεθύσι.
Κι όμως μιλούσαν, μιλούσαν και τα θέματα από σχετικά έγιναν άσχετα και από τα εσωτερικά τους δηλητήρια έφτασαν στις φτηνιάρικες ερωτικές ταινίες∙ ύστερα εκείνη τον μύριζε σαν λαμπρατόρ που κυνηγάει γάτα, μόνο που εκείνος δεν το ήξερε – δηλαδή το ήξερε ότι τον μύριζε, αλλά όχι σαν λαμπρατόρ. Του ‘πε πως της άρεσε η κολώνια του. Ανέβηκε και τραγούδησε κι εκείνη τον κοίταζε κι έπινε και χόρευε λίγο, έκανε διάλειμμα και ήρθε πάλι δίπλα της και συνέχισαν την κουβέντα που γινόταν βαθύ πράσινο όσο πήγαινε και ξαφνικά, χωρίς λόγο, έλεγχο ή συνείδηση, γύρισε αυτός να της απαντήσει σε μία άχρωμη ερώτηση κι εκείνη, αντί να πλησιάσει τ’ αυτί της ν’ ακούσει, έφερε τα χείλη της. Χωρίς να τον ακουμπήσει.
Σταμάτησε στ’ αλήθεια η μουσική; Χάθηκαν όντως οι υπόλοιποι θαμώνες; Έφεξε η νύχτα ξαφνικά;
Ένα ρεύμα, ένα μικρούλι ρεύμα οι ανάσες τους, φορτωμένο με όλα τα εσωτερικά τους χρώματα, μεταμόρφωνε την προ ολίγου άχρωμη ερώτηση σε τσιγγάνα χαρτορίχτρα ντυμένη σε όλες τις αποχρώσεις του κόσμου και συνέχιζε, συνέχιζε το ρεύμα κι αντάλλαζαν ανάσες, ώσπου εκείνη ένιωσε την καρδιά της να ταράζεται κι επειδή φοβήθηκε πως η ανάσα της θα κοβόταν, τραβήχτηκε απότομα.
Εκείνος έπρεπε να βγει να τραγουδήσει.
Εκείνη ήθελε να τον περιμένει να τελειώσει.
Τον κοιτούσε θολά, μάλλον το ‘χε παρακάνει με το ποτό απόψε, αλλά ένιωθε το στόμα της υγρό αντί ξηρό, πολύ υγρό, λες κι ετοιμαζόταν για φαγητό. Δύσκολο για το μυαλό της να επεξεργαστεί ο,τιδήποτε περίπλοκο εκείνη την ώρα, έτσι προτίμησε να τον κοιτάζει χωρίς να σκέφτεται. Να τον ακούει για να τον νιώθει.
Όταν τελείωσε το κομμάτι του, της ζήτησε να βγουν έξω για τσιγάρο κι εκείνη πήγε και αντί να κάτσουν με τον υπόλοιπο κόσμο, ξεμοναχιάστηκαν σε μία καμπύλη του μονοπατιού που έστεκε πάνω από πτώματα πολλών αρχαίων χρόνων κι άρχισαν να ρουφάνε νικοτίνη, διοξείδιο του άνθρακα κι άλλες βιταμινούχες ουσίες, λες κι ήταν αθάνατοι και δεν φοβόντουσαν τίποτ’ άλλο, παραμόνο τη στιγμή.
Εκείνος της μίλησε για τη δουλειά του κι εκείνη σοβαρεύτηκε και κράτησε απόσταση ασφαλείας∙ έτσι το ρεύμα παρέμεινε ψόφιο για κάμποση ώρα. Το μυαλό της τώρα έφτιαχνε εικόνες της ζωής του της φοιτητικής, της μουσικής, της ερωτικής, της μοναχικής, μα τα μάτια της βρίσκονταν κλασικά εκτός ελέγχου κι ήθελαν να του τρυπήσουν το δέρμα και να φτάσουν στο μυαλό για να δουν τι σκέφτεται. Μετά, ίσως να περνούσαν κι απ’ την καρδιά του. Ίσως. Αυτό ήταν μια επικίνδυνη αποστολή γιατί αν η καρδιά του αιμορραγούσε, θα τη λέρωνε και το αίμα δεν βγαίνει απ’ το ύφασμα.
Εκείνη δεν του είπε τίποτα για την ίδια, γιατί σε κάποια πρότασή του, που ήταν ντυμένη κάπως παλιομοδίτικα, τον πλησίασε πάλι για να τον ακούσει καλύτερα. Με τα χείλη της.
Εκείνος συνέχισε να μιλάει σχηματίζοντας μελωδίες, το ρευματάκι ζωντάνεψε ξανά κι οι ανάσες πηγαινοέρχονταν, πηγαινοέρχονταν, πρόταση αυτός, ένα σκέτο «ναι» εκείνη, λέξη αυτός, συλλαβή αυτή, τελικά μια πρότασή του για να σχηματιστεί της χάιδεψε λίγο τα χείλη, έπιασε η καρδιά της να χτυπάει ινδιάνικους ρυθμούς, «αυτό θα ‘ναι το τραγούδι της βροχής», σκέφτηκε, του είπε μια λέξη για να χαϊδέψει τα χείλη του, μίλησε κι αυτός και η ανάσα του ήταν μισή στο στόμα της μέσα, «Θεέ μου», σκέφτηκε κι έκλεισε τα μάτια.
Βελούδο. Ένα φιλί σκέτο βελούδο. «Με φιλάει λες και με χαϊδεύει», είπε στον εαυτό της κι ανατρίχιασε. Χωρίς καμία σκέψη, το σώμα της κινήθηκε προς εκείνον, κόλλησε πάνω του εκατοστό προς εκατοστό και τύλιξε τα χέρια της πίσω στο λαιμό του. Ήθελε να του πει πως θέλει να του φάει τα χείλη, αλλά προτίμησε να το δείξει. Κι εκείνος το κατάλαβε.
Στην επιστροφή στο μπαρ, το σώμα της έτρεμε.
Στο μπαρ, το σκηνικό ήταν παρόμοιο με πριν.
Η ώρα είχε πάει τρεις και εικοσιεφτά το πρωί.
Πλήρωσε να φύγει, πλησίασε να τον φιλήσει, της έτεινε το μάγουλο, του χαμογέλασε, το φίλησε, το δάγκωσε, πέρασε την τσάντα της στον ώμο και βγήκε απ’ το μαγαζί.
Περπάτησε τέσσερα μέτρα μακριά απ’ τ’ αρχαία πτώματα και δύο μέτρα πλάι στους νεκρούς μουσουλμάνους∙ ένιωθε ότι ήταν μια χαρούμενα αδικημένη ύπαρξη που ‘χε πιει εφτά ποτήρια κόκκινο ξηρό κρασί χωρίς να ‘χει βάλει μπουκιά στο στόμα της και σίγουρα αν οι διπλανοί νεκροί ανασταίνονταν για λίγο, θα ‘ταν πολύ θυμωμένοι με την κατάντια της.
Και τότε τον άκουσε.
Φώναξε τ’ όνομά της στη μέση του δρόμου, στράφηκε εκείνη και τον είδε να κατηφορίζει, έπιασε να περπατάει προς το μέρος του και την άρπαξε.
Την άρπαξε, ο τυφώνας.
Της ρούφηξε τα χείλη και την έσπρωξε στον τοίχο που χώριζε τους ζωντανούς απ’ τους νεκρούς, όμως κτύπησε το κεφάλι της σε μία πέτρα που εξείχε κι εκείνος την αγκάλιασε, βάζοντας το χέρι του μαξιλάρι της. Και δεν σταμάτησε να τη φιλάει.
Κι όταν έπρεπε να φύγει, εκείνη δεν τον άφηνε κι αυτός τραβήχτηκε και κάτι της είπε που δεν θυμόταν καν την επομένη το πρωί.
Του ‘χε πει πως την άλλη μέρα θα πήγαινε σε μία προκανονισμένη εκδρομή για δυο μέρες και πως κατ’ ευθείαν μετά, θα ‘φευγε για επαγγελματικό ταξίδι για άλλες τρεις μέρες∙ σύνολο πέντε δηλαδή, μα την επομένη το πρωί οι πέντε μέρες της φάνηκαν πέντε χρόνια.
Μίλησαν λίγο στον υπολογιστή πριν την εκδρομή και το πρώτο γραπτό μήνυμα στο κινητό ήρθε όταν βρισκόταν στο αεροδρόμιο. Δυο μέρες μες την αδημονία, την ανησυχία κι όλο ν’ ακούει τη φωνή του να την καλεί στη μέση του δρόμου και μετά να νιώθει την πίεση στον τοίχο και μετά πάλι η φωνή του να τραγουδάει κι ύστερα να την καλεί κι ύστερα η πίεση∙ όλα ένα αγκαθωτό γαϊτανάκι στο μυαλό της που την έκαναν ν’ ανατριχιάζει. Παντού.
Αντάλλαξαν αρκετά μηνύματα μέχρι ν’ απενεργοποιήσει το κινητό της για την απογείωση, απ’ τα τελευταία του ήταν «ελπίζω να επικοινωνήσεις όταν επιστρέψεις», χαμογέλασε εκείνη και χάιδεψε την οθόνη του κινητού σαν ηλίθια, χωρίς όμως καμία τύψη. Έδωσαν ραντεβού τη μέρα της επιστροφής της κι έκλεισε το τηλέφωνο σκεφτόμενη τι θα φόραγε σε τρεις μέρες που θα συναντιώνταν.
Απογειώθηκε το αεροπλάνο, κουνήθηκε, ηρέμησε, ταξίδεψε, ξανακουνήθηκε, προσγειώθηκε. Εκείνη είχε μείνει πίσω, στο δρομάκι δίπλα στο μουσουλμάνικο νεκροταφείο.
Ελέχθηκαν τα διαβατήρια των νυσταγμένων ταξιδιωτών, προχώρησαν όλοι για τις αποσκευές, βρήκε τη δικιά της να βολτάρει στον ιμάντα και την πήρε. Βγήκε έξω και συνάντησε τον οδηγό να την περιμένει με μία τεράστια επιγραφή στα χέρια με τ’ όνομα της εταιρίας της, του χαμογέλασε, της πήρε τη βαλίτσα, ανέβηκαν τις κυλιόμενες σκάλες ψιλομιλώντας, βγήκαν στην παγωμένη νύχτα να βρουν τ’ αυτοκίνητο.
Δεν μίλησαν πολύ. Ο οδηγός έβαλε αγγλικά τραγούδια κι εκείνη κοίταζε έξω τα φώτα της πόλης. Κοίταζε, μα δεν έβλεπε. Σκεφτόταν το πρώτο φιλί το βελουδένιο, ύστερα θυμόταν τη φωνή του να την καλεί, μετά την αγκαλιά στον τοίχο∙ έπλαθε εικόνες για το πού να πάνε για καφέ όταν επιστρέψει, αν θα ‘πρεπε να βάλει παντελόνι ή φούστα – θυμήθηκε ότι το ραντεβού για αποτρίχωση ήταν την επομένη κι έτσι ξέχασε τη φούστα, άρα παντελόνι αλλά ποιο παντελόνι; Και τι θα του πει κι εκείνος τι θ’ απαντήσει ∙ κι αν δεν είχαν τίποτα να πούνε, τι θα γινόταν; Κοιτούσε έξω και τον σκεφτόταν να κάθεται δίπλα της –ίσως να πήγαιναν στο Κάστρο για καφέ – να της χαμογελάει∙ κοιτούσε έξω και ξαφνικά η στροφή του δρόμου ήταν στη γέφυρα και μια νταλίκα ήταν στα δεξιά τους και έστριβε κι αυτή, μα ερχόταν κοντά στο ταξί, πολύ κοντά κι ο οδηγός έστριψε κι άλλο αριστερά το τιμόνι, όμως αριστερά ήταν το κιγκλίδωμα κι από κάτω άλλος δρόμος κι έτρεχαν και οι δύο πάρα πολύ – εκείνη ένιωσε τα μάτια της να γίνονται τεράστια σαν προβολείς γηπέδου, άνοιξε το στόμα να ουρλιάξει μα δεν είχε φωνή κι η καμπίνα του ταξί βρέθηκε ξαφνικά στα πόδια της∙ πρόλαβε μόνο να δει ένα κομμάτι μαύρη θάλασσα πριν γίνει ένα με την άσφαλτο.
Στις ειδήσεις είπαν για το ατύχημα την επόμενη μέρα. Ούτε ο οδηγός ούτε η επιβάτης επιβίωσαν. Ο θάνατος και των δύο ήταν ακαριαίος.
Εκείνος έμαθε τυχαία τι είχε συμβεί – δεν έβλεπε ποτέ ειδήσεις.
Άλλαξε μαγαζί, σταμάτησε να περνά απ’ το δρομάκι. Δεν άντεχε ν’ αντικρύζει τον τοίχο του νεκροταφείου.
Όχι τίποτ’ άλλο, δεν πρόλαβε καν να της πει ότι την έβρισκε όμορφη.

(Ετοιμάζω μία συλλογή... Αυτό θα είναι το πρώτο κομμάτι... Λογικά θα κυκλοφορήσει κάπου την Άνοιξη)

Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2011

Χειμωνιάτικο Τζιτζίκι


Μου το είπε... Ν' αγαπιέστε, αυτό έχει σημασία. Κι είπα να κοιτάζω εσένα και να βλέπω εμένα. Να γίνεται η μορφή σου είδωλο στα μάτια μου και να νιώθω εμάς, κατάλαβες, επιτέλους να περάσω απ' το εΓώ στο εΜείΣ, δεν βγαίνει αλλιώς. Το 'πε κι ο Ελύτης... Πώς αλλιώς; Αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι!

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2011

Η βαριά Μου ύπαρξη

Είμαι τόσο μικρή που θα μπορούσα να χωρέσω στην ίδια μου την παλάμη.
Κοίταξα το πρωί σε μια βιτρίνα ένα μαύρο ύφασμα με πούλιες και υπέθεσα πως ίσως να ήμουν ένα κρυσταλάκι στο μπούστο.
Έχω δύο χέρια και δύο μάτια και λέγομαι γυΝαίκα για να εξυπηρετήσω ένα πανάρχαιο ρόλο στον πλανήτη, μα το μόνο που ζήτησα είναι ΑγάΠη κι έτσι έχασα το δρόμο. Μπλέχτηκαν στη μέση οι μαθηματικοί τύποι που έμαθα στην τάξη, ύστερα κατέφτασαν οι μοριακές ενώσεις που σπούδασα και μαζί με τις κοινωνικά οικογενειακές προτροπές, μου χτένισαν τα μαλλιά σ' ένα αυστηρό κότσο και μ' έπεισαν πως το Σωστό είναι Ένα πράγμα και τίποτε άλλο.
Ήθελα πίσω το φουλάρι μου το λιλά με τα κρόσσια. Και το δακτυλίδι το μεγάλο με τη μαύρη πέτρα.
Ήθελα πίσω το βλέμμα μου.
Αισθάνομαι ενοχές που αισθάνομαι ενοχές. Λέω συγγνώμη επειδή απολογούμαι. Το ξέρω, εγώ φταίω. Για τον καθένα μας φταίει ο καθένας μας.

Πέμπτη 22 Ιουλίου 2010

36 Χρόνια Κατοχή

Όταν δέσεις το πολύχρωμο φουλάρι μου

θηλιά,

πρόσεχε τον κόμπο να είναι γερός.

Δεν χωράνε λάθη στην επιθυμία.

Σήμερα θα' πρεπε να πάω σε μία πορεία

φορώντας μαύρο μπλουζάκι

αλλά ήμουν πολύ απασχολημένη να κεντώ

τη θλίψη μου.

Πατάω γερά στο κασόνι

-τρίζει κάπως μα δεν πειράζει-

κοίτα, ο λαιμός απλωμένος,

ο λαιμός της μπαλαρίνας που δεν φοράει τουτού.

Έλα αγάπη μου, πέρασε το φουλάρι,

έλα, κόψε μου την ανάσα.

Δεν τη χρειάζομαι πια.

Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010

Απ' τα adidaκια στις γόβες

Κύκλοι...
Ένας μικρός γύρω απ' τον εαυτό μας. Ένας μεγαλύτερος για τους ελάχιστους κολλητούς. Πιο μεγάλος για τους μετρημένους φίλους. Ένας πιο αναπτυγμένος για τους γνωστούς.
Στο τέλος βρισκόμαστε στο Μάτι του Κυκλώνα χωρίς να το πάρουμε είδηση. Κι είμαστε απλώς μόνοι.
Είναι κουραστικό να προσπαθείς να μεταβείς απ' το εγώ στο εμείς. Είναι ψυχοφθόρο να υποχωρείς και να αποδέχεσαι. Και τελικά, γιατί να το κάνεις; Στο βωμό της αγάπης, πόσα δικά σου θέλω και πρέπει/δεν πρέπει θα φτάσεις να θυσιάσεις. Δεν υπάρχει και μια Άρτεμις να σώσει την κατάσταση μ' ένα ελάφι... Μήπως όμως δεν είναι της Αγάπης ο βωμός, αλλά του αλύτρωτου Φόβου της Μοναξιάς;
Είμαστε μόνοι. Μόνοι και Μόνοι. Μόνοι. Θα το πω ένα εκατομμύριο φορές για το νιώσω, να το καταλάβω, να το δεχτώ, να το κλάψω και να το μοιρολογήσω, να το βάλω παλτό μου και κασκόλ μου και μαντήλι μου και μενταγιόν στο λαιμό.
Σε παράλληλους δρόμους, κουκουλωμένοι όλοι στις μοναξιές μας συνοπορευόμαστε στο Τέλος.
Ένα Τελος ποτέ αμφισβητήσιμο.

Κάποτε φοράγαμε adidas και τζην, ξενυχτάγαμε πάνω από βιβλία και μέσα σε υπόγεια κλαμπ με φτηνή μπύρα, ονειρευόμασταν απαντήσεις που θα βρίσκαμε όταν θα μεγαλώσουμε. Τώρα βάλαμε τις γόβες με τα γαλάζια φιογκάκια και είμαστε πιο άδειοι από ποτέ.

Τετάρτη 16 Ιουνίου 2010

Η προς τα τριάντα οδός

Οδυνηρή και προβληματισμένη. Ίσως και προβληματική. Με αλλαγές που μοιάζουν με καταρρίψεις. Εκεί που νόμιζες ότι πατούσες σε στερεό έδαφος, ξαφνικά όλα μετακινούνται προκαλώντας σεισμό πολλών ρίχτερ, χάνεις την ισορροπία και για να την ξαναβρείς, υποχωρείς, αποδέχεσαι, παραβλέπεις, ανέχεσαι, χαμογελάς χαζά και λες δεν πειράζει, τι να κάνουμε τώρα. Κι όλα εκείνα τα οποία σκεφτόσουν πριν; Όλα αυτά με τα οποία μεγάλωσες παρέα, τι θα γίνουν; Κουτάκι, χαρτί γλασέ, κορδελίτσα και στο βάθος της ντουλάπας; Αυθορμητισμός, συναισθήματα, λέξεις που σχηματίζουν ατόφιες και ειλικρινείς κουβέντες, παραμερίζονται μ' ένα σπρώξιμο γιατί απλά δεν μπορείς πια να τις ξεστομίζεις... Αναγκαστικά και καταπιεστικά, κάνεις γαργάρα με όλα αυτά που ζεσταίνουν το μέσα σου και φτιάχνεις στ' αλήθεια τη μάσκα σου μ' ένα υπέροχο χαμόγελο και απαντάς σε όλες τις ερωτήσεις με το υπέροχο επίρρημα ¨καλά¨...
Μπορεί αυτό να κρατήσει καιρό; Κι αν κρατήσει καιρό, είναι υγιές; Κι αν όχι, τι θα πρέπει να γίνει; Σε πόσες περιπτώσεις θα εξαφανιστείς για να διατηρήσεις το αντάρτικό σου; Ως πότε θα την κάνεις μ' ελαφρά πηδηματάκια μη αποδεχόμενος κάτι διαφορετικό;
Και τελικά, ποια είναι η χρυσή τομή των πραγμάτων;
Δύσκολη η προς τα τριάντα οδός. Δύσκολο να κατεβάσεις τα μυαλά στο κεφάλι, όταν τόσα χρόνια δέσποζαν πάνω απ' αυτό.

Παρασκευή 21 Μαΐου 2010

Κομμάτια Γυαλί


Να σε κοιτάξω... Ξέρεις, έχω χειρότερο βλέμμα για σένα. Δεν είναι το γιατί, είναι το πώς. Είναι ο θυμός, ανελέητος και πηγαίος. Η δύναμη που μπορεί να σε σπρώξει κι εγώ θελημένα ν' απολαύσω την πτώση σου. Θα χορεύω σε σκοτεινούς ρυθμούς για να διοχετεύω την οργή μου, θα παρασύρομαι σε μελωδίες για να μην σε θυμάμαι. Είναι ο Έρωτας, που δεν έγινε Περιφρόνηση. Είναι αυτό που ένιωσες χθες όταν σε κάλεσα. Το ξέρεις και ξέρω ότι το ξέρεις.

Πέμπτη 13 Μαΐου 2010

Bad Timing...Στον Έρωτα

Άσε με λίγο να ζήσω το παραμύθι μαζί σου. Να πιστέψω πως μ' αγαπάς, πως η ανάσα μου, σου είναι τόσο πολύτιμη όσο η δική σου. Άσε με να κρυφτώ στην αγκαλιά σου και να νομίσω πως φτιάχτηκε μόνο για μένα. Ακόμα κι αν τ' όνειρο κουτσαίνει, θα μπορούσα να το σηκώσω στα χέρια και να στο κουβαλήσω.

Τετάρτη 7 Απριλίου 2010

Συγγνώμη.

Τώρα πια δεν ξέρω γιατί στο κανα αυτό. Ούτε πώς μπόρεσα. Πίστεψα στην ύπαρξη του Μάγιστρου, του μεγάλου Έρωτα που αράζει στη βάρκα του και έρχεται σ'εμένα μέσα από πρασινογάλανα νερά και ομιχλώδη τοπία. Νόμισα πως μετά τη βροχή θα βγει το ουράνιο τόξο. Νιώθω ότι έκανα λάθος. Θα με κυνηγούν πάντα τα μάτια σου που τα'κρυβες στο μπαλκόνι, όταν πήγες να γλείψεις τις πληγές σου σαν δαρμένο σκυλί. Εγώ φταίω. Μόνο εγώ. Πάντα εγώ. Και δεν μπορώ να κάνω πίσω, γιατί δεν σ'εκτίμησα αρκετά. Δεν σ'αγάπησα αρκετά. Πάντα έφευγα, πάντα πετούσα, πάντα σ'άφηνα. Ποιον; Εσένα! Τον καλύτερο άνθρωπο που μου στειλε η ζωή. Τον μοναδικό άνθρωπο που ήταν πάντα δίπλα μου, ανιδιοτελώς και οικειοθελώς. Εγώ, η κακούργα. Εγώ, η γυναίκα. Εγώ, η ηλίθια. Όσα συγγνώμη κι αν σου πω, θα'ναι λίγα. Και να θέλω να γυρίσω, δεν μπορώ. Υπάρχουν καταστάσεις μη αναστρέψιμες. Αυτές, που όταν βγάλεις την περόνη, πρέπει απλά να ρίξεις τη χειροβομβίδα πριν σκάσει στα χέρια σου.

Τρίτη 30 Μαρτίου 2010

Ανατριχίλες...

Αχ Έρωτα!
Να χαμογελάμε σαν παιδιά, να χανόμαστε στα βλέμματα τα βαθιά, να μιλάμε ακατάπαυστα δίχως νόημα, ν'αγγιζόμαστε πάντα σαν να'ναι η πρώτη φορά,να'ναι οι φωνές βραχνές στη γραμμή του τηλεφώνου,ν'αδημονούμε για το πότε θα'μαστε πάλι μαζί και να περνάνε οι ώρες σαν λεπτά... Αχ Έρωτα!

Τετάρτη 24 Μαρτίου 2010

Beauty and the Shit

Το ξέρεις πως αν έρθεις θα ξημερώνουν οι μέρες αλλιώς και δεν θα παρακαλάω για το τέλος τους παραμόνο αν θα σ'έχω το βράδυ αγκαλιά, μα εσύ θα επιλέξεις την απουσία σου γιατί απλά έχω κάνει κι εγώ το ίδιο σε άλλους, μα ακόμα κι αν είναι θέμα ισορροπίας, εγώ μπορώ να σπρώχνω τροχαλίες μήπως γυρίσουν όπως τις θέλω. Και μπορεί και να με πατήσουν στο τέλος.

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2010

Hi Cinderella

Θα πάρω το βιολί μου και θ' ανέβω στην ταράτσα. Θα προσπεράσω την μπανιέρα που χει σκουριάνει, το σπασμένο ποδήλατο και την απλωμένη μπουγάδα, για να σταθώ άκρη-άκρη, να βλέπω τη θέα κάτω. Τους δρόμους πηγμένους στ'αυτοκίνητα, τα μικρά κλουβιά που καλύπτουν τις μορφές-ψυχές μας, τις μελωδίες που βγαίνουν απ' αυτά και ποτέ δεν φτάνουν τόσο ψηλά, τα όνειρα που σκαλώνουν στην οροφή. Θα γλυστρίσω δάκτυλα και πνεύμα στο δοξάρι μου και θα το κάνω δόρυ μεγάλο, να τρυπήσει τα τείχη μου-σου να δούμε αν βγει πύον απ την άλλη... Αν δεν τα καταφέρω, θα τ' αφήσω στην άκρη και θα κάνω ένα βήμα, να βρεθώ στο χάος των υπολοίπων.
Γιατί έτσι γουστάρω.

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2009

Τα κορδελάκια

Εγώ δεν ξέρω να παίζω μουσική κι όταν τραγουδάω δεν μου λέει κανένας μπράβο. Αλλά μπορώ να κάνω τις νότες κίνηση και τις κινήσεις λέξεις και να στέλνω το μήνυμα εκεί που πρέπει, όσο πρέπει και όπως πρέπει...

Ντύνω λοιπόν, την ψυχή μου με τα πολύχρωμα κορδελάκια των τετάρτων και συνεχίζω τα πλιέ για να φτάσω τις πιρουέτες. Κι όσο πονάει το σώμα, τόσο πιο ευχαριστημένη είμαι ότι πλησιάζω το στόχο μου.

Αναρωτιέμαι αν θα κοιτάξεις ποτέ πιο προσεκτικά, αν θα σου περάσει απ το μυαλό ότι υπάρχει και κάτι άλλο πέρα απ' το προφανές, αλλά και να μην το κάνεις, εγώ θα έχω το ματωμένο μου χαμόγελο ντυμένο με κορδελάκια, θα κοτσάρω και μια πλαστική παπαρούνα και θα καμαρώνω. Γιατί εγώ χορεύω. Κι ας μην το καταλαβαίνεις.

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2009

Αλκοολούχα προβλήματα άλλων

Αναρωτιέμαι πώς γίνεται και όλοι οι υπόλοιποι έχουν τη λύση στα δικά μας προβλήματα και κανένας για το δικό του. Ένα μυστήριο πράγμα..
Να πάρω τα μάτια σου να δω, έστω τα χάλια μου, τα μπερδέματά μου, μπας και βρω καμιά άκρη, αλλά και να τη βρω θα την ακολουθήσω; Τι είναι αυτό το πράγμα που ονομάζεται ώθηση, από τι υλικό είναι καμωμένο και τι σχήμα μπορεί να πάρει, πότε κολλάει πάνω μας και μας κινεί και πότε το κουβαλάμε μέσα μας ανενεργό;
Αν όντως είσαι κυβερνήτης του καραβιού σου, ποιος σου προκαλεί τις φουρτούνες και σε ταράζει και τι κάνεις για να χεις νηνεμία; Ή μήπως δεν τη θες; Κι αν δεν τη θες, τι λένε οι γύρω σου γι αυτό;
Επικίνδυνα πράγματα οι αλκοόλες αλλά κάποτε είναι ό,τι πραγματικά χρειαζόμαστε , μπας και δω απ τα μάτια σου τι βλέπεις για μένα - γιατί για σένα, σίγουρα βλέπω εγώ πάντα καθαρά. Νομίζω.

Τετάρτη 26 Αυγούστου 2009

Διακοπές

... που κρατάνε πολύ, μέχρι που αρχίζεις να ανησυχείς. Μπορούν όντως οι διακοπές να γίνουν απίστευτα βαρετές; Η' όταν ξεπεράσουν εκείνο το μυστηριώδες όριο, παύουν να ονομάζονται διακοπές και ξαναβαφτίζονται, αλλά αυτή τη φορά έχουν το όνομα ¨αδράνεια¨ , ¨κατήφεια¨, ¨παραίτηση¨ ;

Οπως και ναχει, κάποτε τελειώνουν, μαζεύουμε κομμάτια, ψάθες, ομπρέλες και τα απομεινάρια μας, τινάζουμε την άμμο από πάνω μας και προχωράμε.

Καλό χειμώνα. Δημιουργικό.

Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2007

Καρναβάλι

Η παρέλαση… Τα χρώματα, ο κόσμος, οι χαρούμενες φατσούλες. Η διασκέδαση, το ξεφάντωμα, το ατελείωτο ποτό και ο ξέφρενος χορός. Να’ταν η ζωή μας όλη έτσι… Αισθάνομαι βασιλιάς, ότι μπορώ ν’αλλάξω τον κόσμο όλο, ότι μπορώ να κυβερνήσω τον κόσμο όλο! Όλοι αυτοί που τρέχουν, που χορεύουν, που δίνουν ζωή και στα πιο μοναχικά σοκάκια, είναι πλημμυρισμένοι με μια χαρά, σχεδόν άγρια χαρά. Δεν κουράζονται ποτέ, δεν βαριούνται ποτέ. Τα αρχαία γονίδιά τους ξυπνάνε και τους παρασέρνουν στο πιο τρελό γλέντι, στο πιο γνήσιο ξεφάντωμα. Το σώμα μπορεί επιτέλους ν’απελευθερωθεί, να κυβερνήσει αυτό για μια φορά, χωρίς να υπάρχει το μυαλό να το εμποδίζει σε τίποτα.
Μία χρυσαφένια μάσκα, μία αργυρή, μία μαύρη κρύβουν το ποιος πραγματικά είσαι, από πού έρχεσαι και τι φοβάσαι. Τα σώματα ακολουθούν τη δυνατή μουσική, η μέση λικνίζεται, τα χέρια απλώνονται αδίστακτα και τα χείλη ανοίγουν πρόθυμα. Δεν χρειάζονται λόγια, ονόματα ή υποσχέσεις, δεν χρειάζονται λουλούδια, ούτε κεριά, παραμόνο κέφι, τρελό κέφι, εκείνο το πaράξενο κέφι που σου γαργαλάει το στομάχι και βάζει φτερά στα πόδια σου. Εκείνο το κέφι που σου ρουφάει κάθε ντροπή και σ’αφήνει ελεύθερο, πραγματικά ελεύθερο, να επιλέξεις, να διασκεδάσεις, να χορέψεις, να κάνεις έρωτα στο βωμό του κεφιού…
Νιώθεις ότι αρέσεις. Η αυτοπεποίθησή σου βρίσκεται στα ύψη και θες να το εκμεταλλευτείς. Πεταλουδίζεις ανάμεσα στις νότες και γίνεσαι το κλειδί του σολ και μετά του φα και οι νότες δεν σχηματίζουν ρυθμό χωρίς εσένα κι εσύ συνεχίζεις να χορεύεις και να χορεύεις και να χορεύεις… Το αίμα σου γίνεται αλκοόλ ή το ανάποδο, δεν έχει σημασία κι εσύ συνεχίζεις, δεν σταματάς, συνεχίζεις…
Πρέπει να προλάβεις να ζήσεις όσα θες τώρα. Γιατί μετά θα ξαναγίνεις αυτός που είσαι, σφιγμένος στα πρέπει σου και στα μη σου. Η ειρωνεία είναι ότι στην πραγματικότητα, δεν είσαι τίποτα παραπάνω από ένα μασκαρά με κοστούμι…
Στην υγειά σου, λοιπόν!

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2007

Τελευταίος Σταθμός

Τελευταίος Σταθμός.
Τελευταία προσπάθεια, τελευταία γέλια, τελευταία δάκρυα.
Αγγίγματα. Φιλιά.
"Το ξέρεις ότι φιλάς υπέροχα;"
Ο κύκλος έκλεισε. Τίποτα δεν θα' ναι πια το ίδιο. Εγώ θα χαμηλώσω το βλέμμα, θα το αδειάσω, έχω άλλα τώρα να φροντίσω, ν' ασχοληθώ. Εσύ, τέλος.
"Έχεις φοβερή φωνή. Ερεθιστική."
Είναι ένα άλμπουμ με στιγμές, σαν φωτογραφίες σε αρνητικά, σχεδόν ένας μήνας για να ενσαρκώσει την πρόταση κατακλείδα δύο χρόνων και κάτι.
Από δεκατέσσερεις, σε δεκατέσσερεις.
Αυτό ήταν όλο.
"Πίστεψέ με, το θέλω όσο το θέλεις κι εσύ."
Ψέμματα.
"Δεν πουλώ αγάπη."
Ψέμματα.
"Θέλω να με κρατάς αγκαλιά όλη νύχτα."
"Θέλω να με φιλάς μία νύχτα ολόκληρη."
Ψέμματα. Ψέμματα.
Περάσαμε τα στάδια επιτυχώς. Μπράβο μας.
Πρόλογος- Κύριο Μέρος -Επίλογος.
Πλοκή/ Κορύφωση/ Κάθαρση.
Μα ποιος απ' τους δυο μας βγήκε καθαρός απ' αυτή την ιστορία;
Βόλτα.
Παραλία. Αραλίκι. Αναμνήσεις.
Σπίτι.
Σπίτι. Σπίτι. Σπίτι.
Σπίτι.
Σπίτι.
Τσιγάρο, ποτό, γέλια.
Κλάμματα, τσιγάρο, ποτό.
Αγκαλιά. Αγκαλιά.
Φιλιά, φιλιά, φιλιά.
Γέλια, χαχανητά.
Ψέμματα.
Τελευταίος Σταθμός.
Σταθμός στα θέλω, αυτά τα θέλω που ίσως νομίζαμε ότι θα μπορούσαν να κρατήσουν ... να κρατήσουν πολύ.
Εσύ.
Εγώ.
Ψέμματα.
Μπλεχτήκαμε στις ροζ μας κορδέλες με τα μπαλόνια στις άκρες, που έφταναν στο ταβάνι εκείνου του παλιού αρχοντικού, το θυμάσαι καθόλου;
Τελευταίος Σταθμός.
Τελευταίος όμως.

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2007

Ώρες

Ώρες.
Κοιτάζω τις ώρες που περνούν. Κάθε μέρα η ίδια ιστορία, ίδιο σκηνικό.

Εφτά. Φως, καφές, πικρία που ξεκίνησε άλλη μία μέρα και πρέπει να σηκωθώ απ' το κρεβάτι, να πάω στη δουλειά, ίδια, ίδια κι όλα ίδια.

Εννιά. Μία ώρα πριν τον επόμενο καφέ. Συνεχίζω να κοιτάζω. Μία ώρα, άλλη μία ώρα κι άλλη μία και γίνονται τρεις και τέσσερις κι οχτώ κι έγω χοροπηδάω σαν σκυλάκι, επειδή θα βγω απ' τη φυλακή μου. Γιούπι! Σκατά.

Άλλη μία ώρα για να κάνω ντουζ και άλλη μία για ταβανοσκόπηση. Και μετά συνεχίζω το μέτρημα.

Αράζω στην παραλία και μετρώ τα κύμματα, ενώ αναρωτιέμαι γιατί υποφέρω τόσο από υπνηλία τον τελευταίο καιρό. Ώρες, ώρες που περνούν από μπροστά μου σε απόλυτη τάξη και οργάνωση κι εγώ κάθομαι και τις κοιτάω σαν ηλίθια και χαίρομαι κιόλας που τις παρακολουθώ να περνάνε με τόση μαθηματική ακρίβεια. Τα νεύρα μου.

Ώρα, λεπτό, δευτερόλεπτο, η ζωή μας μια βόλτα -άλλος τό'χει πει αυτό- κι εγώ θεατής.

Μόνιμος, γραμμένος τυχοδιώχτης μιας μοίρας που θα τα' χει όλα. Ή μήπως τα περισσότερα; Γιατί, ποιος τα' χει όλα; Αλλά ποια είναι τα περισσότερα, που με τη βαρύτητά τους, θα καλύψουν σχεδόν τα όλα;

Κι ώρες, το βιολί τους...