Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2011

Νοικιασμένη Καταδίκη

Μπαίνοντας, είχε ήδη πιει δυο ποτά. Κατάσταση ευχάριστης ευφορίας, αυτό που σε κάνει να γελάς ευκολότερα, αβίαστα, να μην βλέπεις εχθρούς ακόμα κι αν υπάρχουν και τα μάγουλά σου να ‘ναι κατακόκκινα σαν μήλα το Φλεβάρη.
Κάθισε στο μπαρ με όλη της την αυτοπεποίθηση, όχι γιατί ένιωθε θεά –μία συνηθισμένη γλυκιά κοπέλα ήταν- αλλά γιατί η δύναμή της την πλημμύριζε με μια χαρά, σχεδόν άγρια χαρά, αυτή που σχηματίζεται μέσα σου όταν αισθάνεσαι τόσο δυνατός, όσο ν’ αναποδογυρίσεις τον κόσμο, να τον εξαφανίσεις και να τον φτιάξεις πάλι απ’την αρχή. Απλά πράγματα.
Παρήγγειλε ένα ποτηράκι κρασί, η μουσική δυνατή, η φωνή της κοπέλας υπέροχη, όλα όμορφα, όλα όπως τα ‘θελε∙ ήταν ωραία η ζωή αφού μπορούσε ν’ακούει, να βλέπει, να γεύεται, να νιώθει. Έστρεψε το κεφάλι αριστερά μ’ ένα ευχάριστο μειδίαμα ζωγραφισμένο στα χείλη της.
Δίπλα της μια γνώριμη φυσιογνωμία- δεν πήρε πάνω από δύο δευτερόλεπτα να τον αναγνωρίσει- το παιδί αυτό τραγουδούσε εδώ. Χάθηκε το μειδίαμα, τέντωσαν τα χείλη σε πλατύ χαμόγελο. «Γεια σου!» είπε χαρούμενα, σχεδόν χαζά, έσμιξε ο άλλος τα φρύδια και πήρε μια ανόητη έκφραση η κατά τ’ άλλα χαριτωμένη φατσούλα του. Έσκυψε προς το μέρος της για να συνεννοηθούν, «βοήθησέ με λίγο», είπε αμήχανα, γέλασε η άλλη γιατί το βρήκε αστείο και τού ’πε τ’ όνομά της, «α, ναι», κούνησε ο άλλος το κεφάλι – «σιγά μη με θυμήθηκες», σκέφτηκε εκείνη – έσκυψαν ταυτόχρονα να μιλήσουν «πού να θυμάσαι τόσο κόσμο», «θυμάμαι πρόσωπα αλλά ξεχνάω ονόματα∙ είχες μαζεμένα τα μαλλιά σου όταν σε ξανάδα;», τού ‘γνεψε ναι.
Άρχισε η κουβέντα να κυλάει νερό, στολισμένη σε ροκ δυνατά ταρακουνήματα, μπόλικο αλκοόλ και πολύ γέλιο∙ μα τι είχανε να πουν αυτοί οι δύο άγνωστοι –γνωστοί, που είχαν ανταλλάξει ίσως και δέκα προτάσεις προ μηνός, γύρω στις τέσσερις το πρωί που το μαγαζί έκλεινε και ήταν –μάλλον και οι δύο- στουπί στο μεθύσι.
Κι όμως μιλούσαν, μιλούσαν και τα θέματα από σχετικά έγιναν άσχετα και από τα εσωτερικά τους δηλητήρια έφτασαν στις φτηνιάρικες ερωτικές ταινίες∙ ύστερα εκείνη τον μύριζε σαν λαμπρατόρ που κυνηγάει γάτα, μόνο που εκείνος δεν το ήξερε – δηλαδή το ήξερε ότι τον μύριζε, αλλά όχι σαν λαμπρατόρ. Του ‘πε πως της άρεσε η κολώνια του. Ανέβηκε και τραγούδησε κι εκείνη τον κοίταζε κι έπινε και χόρευε λίγο, έκανε διάλειμμα και ήρθε πάλι δίπλα της και συνέχισαν την κουβέντα που γινόταν βαθύ πράσινο όσο πήγαινε και ξαφνικά, χωρίς λόγο, έλεγχο ή συνείδηση, γύρισε αυτός να της απαντήσει σε μία άχρωμη ερώτηση κι εκείνη, αντί να πλησιάσει τ’ αυτί της ν’ ακούσει, έφερε τα χείλη της. Χωρίς να τον ακουμπήσει.
Σταμάτησε στ’ αλήθεια η μουσική; Χάθηκαν όντως οι υπόλοιποι θαμώνες; Έφεξε η νύχτα ξαφνικά;
Ένα ρεύμα, ένα μικρούλι ρεύμα οι ανάσες τους, φορτωμένο με όλα τα εσωτερικά τους χρώματα, μεταμόρφωνε την προ ολίγου άχρωμη ερώτηση σε τσιγγάνα χαρτορίχτρα ντυμένη σε όλες τις αποχρώσεις του κόσμου και συνέχιζε, συνέχιζε το ρεύμα κι αντάλλαζαν ανάσες, ώσπου εκείνη ένιωσε την καρδιά της να ταράζεται κι επειδή φοβήθηκε πως η ανάσα της θα κοβόταν, τραβήχτηκε απότομα.
Εκείνος έπρεπε να βγει να τραγουδήσει.
Εκείνη ήθελε να τον περιμένει να τελειώσει.
Τον κοιτούσε θολά, μάλλον το ‘χε παρακάνει με το ποτό απόψε, αλλά ένιωθε το στόμα της υγρό αντί ξηρό, πολύ υγρό, λες κι ετοιμαζόταν για φαγητό. Δύσκολο για το μυαλό της να επεξεργαστεί ο,τιδήποτε περίπλοκο εκείνη την ώρα, έτσι προτίμησε να τον κοιτάζει χωρίς να σκέφτεται. Να τον ακούει για να τον νιώθει.
Όταν τελείωσε το κομμάτι του, της ζήτησε να βγουν έξω για τσιγάρο κι εκείνη πήγε και αντί να κάτσουν με τον υπόλοιπο κόσμο, ξεμοναχιάστηκαν σε μία καμπύλη του μονοπατιού που έστεκε πάνω από πτώματα πολλών αρχαίων χρόνων κι άρχισαν να ρουφάνε νικοτίνη, διοξείδιο του άνθρακα κι άλλες βιταμινούχες ουσίες, λες κι ήταν αθάνατοι και δεν φοβόντουσαν τίποτ’ άλλο, παραμόνο τη στιγμή.
Εκείνος της μίλησε για τη δουλειά του κι εκείνη σοβαρεύτηκε και κράτησε απόσταση ασφαλείας∙ έτσι το ρεύμα παρέμεινε ψόφιο για κάμποση ώρα. Το μυαλό της τώρα έφτιαχνε εικόνες της ζωής του της φοιτητικής, της μουσικής, της ερωτικής, της μοναχικής, μα τα μάτια της βρίσκονταν κλασικά εκτός ελέγχου κι ήθελαν να του τρυπήσουν το δέρμα και να φτάσουν στο μυαλό για να δουν τι σκέφτεται. Μετά, ίσως να περνούσαν κι απ’ την καρδιά του. Ίσως. Αυτό ήταν μια επικίνδυνη αποστολή γιατί αν η καρδιά του αιμορραγούσε, θα τη λέρωνε και το αίμα δεν βγαίνει απ’ το ύφασμα.
Εκείνη δεν του είπε τίποτα για την ίδια, γιατί σε κάποια πρότασή του, που ήταν ντυμένη κάπως παλιομοδίτικα, τον πλησίασε πάλι για να τον ακούσει καλύτερα. Με τα χείλη της.
Εκείνος συνέχισε να μιλάει σχηματίζοντας μελωδίες, το ρευματάκι ζωντάνεψε ξανά κι οι ανάσες πηγαινοέρχονταν, πηγαινοέρχονταν, πρόταση αυτός, ένα σκέτο «ναι» εκείνη, λέξη αυτός, συλλαβή αυτή, τελικά μια πρότασή του για να σχηματιστεί της χάιδεψε λίγο τα χείλη, έπιασε η καρδιά της να χτυπάει ινδιάνικους ρυθμούς, «αυτό θα ‘ναι το τραγούδι της βροχής», σκέφτηκε, του είπε μια λέξη για να χαϊδέψει τα χείλη του, μίλησε κι αυτός και η ανάσα του ήταν μισή στο στόμα της μέσα, «Θεέ μου», σκέφτηκε κι έκλεισε τα μάτια.
Βελούδο. Ένα φιλί σκέτο βελούδο. «Με φιλάει λες και με χαϊδεύει», είπε στον εαυτό της κι ανατρίχιασε. Χωρίς καμία σκέψη, το σώμα της κινήθηκε προς εκείνον, κόλλησε πάνω του εκατοστό προς εκατοστό και τύλιξε τα χέρια της πίσω στο λαιμό του. Ήθελε να του πει πως θέλει να του φάει τα χείλη, αλλά προτίμησε να το δείξει. Κι εκείνος το κατάλαβε.
Στην επιστροφή στο μπαρ, το σώμα της έτρεμε.
Στο μπαρ, το σκηνικό ήταν παρόμοιο με πριν.
Η ώρα είχε πάει τρεις και εικοσιεφτά το πρωί.
Πλήρωσε να φύγει, πλησίασε να τον φιλήσει, της έτεινε το μάγουλο, του χαμογέλασε, το φίλησε, το δάγκωσε, πέρασε την τσάντα της στον ώμο και βγήκε απ’ το μαγαζί.
Περπάτησε τέσσερα μέτρα μακριά απ’ τ’ αρχαία πτώματα και δύο μέτρα πλάι στους νεκρούς μουσουλμάνους∙ ένιωθε ότι ήταν μια χαρούμενα αδικημένη ύπαρξη που ‘χε πιει εφτά ποτήρια κόκκινο ξηρό κρασί χωρίς να ‘χει βάλει μπουκιά στο στόμα της και σίγουρα αν οι διπλανοί νεκροί ανασταίνονταν για λίγο, θα ‘ταν πολύ θυμωμένοι με την κατάντια της.
Και τότε τον άκουσε.
Φώναξε τ’ όνομά της στη μέση του δρόμου, στράφηκε εκείνη και τον είδε να κατηφορίζει, έπιασε να περπατάει προς το μέρος του και την άρπαξε.
Την άρπαξε, ο τυφώνας.
Της ρούφηξε τα χείλη και την έσπρωξε στον τοίχο που χώριζε τους ζωντανούς απ’ τους νεκρούς, όμως κτύπησε το κεφάλι της σε μία πέτρα που εξείχε κι εκείνος την αγκάλιασε, βάζοντας το χέρι του μαξιλάρι της. Και δεν σταμάτησε να τη φιλάει.
Κι όταν έπρεπε να φύγει, εκείνη δεν τον άφηνε κι αυτός τραβήχτηκε και κάτι της είπε που δεν θυμόταν καν την επομένη το πρωί.
Του ‘χε πει πως την άλλη μέρα θα πήγαινε σε μία προκανονισμένη εκδρομή για δυο μέρες και πως κατ’ ευθείαν μετά, θα ‘φευγε για επαγγελματικό ταξίδι για άλλες τρεις μέρες∙ σύνολο πέντε δηλαδή, μα την επομένη το πρωί οι πέντε μέρες της φάνηκαν πέντε χρόνια.
Μίλησαν λίγο στον υπολογιστή πριν την εκδρομή και το πρώτο γραπτό μήνυμα στο κινητό ήρθε όταν βρισκόταν στο αεροδρόμιο. Δυο μέρες μες την αδημονία, την ανησυχία κι όλο ν’ ακούει τη φωνή του να την καλεί στη μέση του δρόμου και μετά να νιώθει την πίεση στον τοίχο και μετά πάλι η φωνή του να τραγουδάει κι ύστερα να την καλεί κι ύστερα η πίεση∙ όλα ένα αγκαθωτό γαϊτανάκι στο μυαλό της που την έκαναν ν’ ανατριχιάζει. Παντού.
Αντάλλαξαν αρκετά μηνύματα μέχρι ν’ απενεργοποιήσει το κινητό της για την απογείωση, απ’ τα τελευταία του ήταν «ελπίζω να επικοινωνήσεις όταν επιστρέψεις», χαμογέλασε εκείνη και χάιδεψε την οθόνη του κινητού σαν ηλίθια, χωρίς όμως καμία τύψη. Έδωσαν ραντεβού τη μέρα της επιστροφής της κι έκλεισε το τηλέφωνο σκεφτόμενη τι θα φόραγε σε τρεις μέρες που θα συναντιώνταν.
Απογειώθηκε το αεροπλάνο, κουνήθηκε, ηρέμησε, ταξίδεψε, ξανακουνήθηκε, προσγειώθηκε. Εκείνη είχε μείνει πίσω, στο δρομάκι δίπλα στο μουσουλμάνικο νεκροταφείο.
Ελέχθηκαν τα διαβατήρια των νυσταγμένων ταξιδιωτών, προχώρησαν όλοι για τις αποσκευές, βρήκε τη δικιά της να βολτάρει στον ιμάντα και την πήρε. Βγήκε έξω και συνάντησε τον οδηγό να την περιμένει με μία τεράστια επιγραφή στα χέρια με τ’ όνομα της εταιρίας της, του χαμογέλασε, της πήρε τη βαλίτσα, ανέβηκαν τις κυλιόμενες σκάλες ψιλομιλώντας, βγήκαν στην παγωμένη νύχτα να βρουν τ’ αυτοκίνητο.
Δεν μίλησαν πολύ. Ο οδηγός έβαλε αγγλικά τραγούδια κι εκείνη κοίταζε έξω τα φώτα της πόλης. Κοίταζε, μα δεν έβλεπε. Σκεφτόταν το πρώτο φιλί το βελουδένιο, ύστερα θυμόταν τη φωνή του να την καλεί, μετά την αγκαλιά στον τοίχο∙ έπλαθε εικόνες για το πού να πάνε για καφέ όταν επιστρέψει, αν θα ‘πρεπε να βάλει παντελόνι ή φούστα – θυμήθηκε ότι το ραντεβού για αποτρίχωση ήταν την επομένη κι έτσι ξέχασε τη φούστα, άρα παντελόνι αλλά ποιο παντελόνι; Και τι θα του πει κι εκείνος τι θ’ απαντήσει ∙ κι αν δεν είχαν τίποτα να πούνε, τι θα γινόταν; Κοιτούσε έξω και τον σκεφτόταν να κάθεται δίπλα της –ίσως να πήγαιναν στο Κάστρο για καφέ – να της χαμογελάει∙ κοιτούσε έξω και ξαφνικά η στροφή του δρόμου ήταν στη γέφυρα και μια νταλίκα ήταν στα δεξιά τους και έστριβε κι αυτή, μα ερχόταν κοντά στο ταξί, πολύ κοντά κι ο οδηγός έστριψε κι άλλο αριστερά το τιμόνι, όμως αριστερά ήταν το κιγκλίδωμα κι από κάτω άλλος δρόμος κι έτρεχαν και οι δύο πάρα πολύ – εκείνη ένιωσε τα μάτια της να γίνονται τεράστια σαν προβολείς γηπέδου, άνοιξε το στόμα να ουρλιάξει μα δεν είχε φωνή κι η καμπίνα του ταξί βρέθηκε ξαφνικά στα πόδια της∙ πρόλαβε μόνο να δει ένα κομμάτι μαύρη θάλασσα πριν γίνει ένα με την άσφαλτο.
Στις ειδήσεις είπαν για το ατύχημα την επόμενη μέρα. Ούτε ο οδηγός ούτε η επιβάτης επιβίωσαν. Ο θάνατος και των δύο ήταν ακαριαίος.
Εκείνος έμαθε τυχαία τι είχε συμβεί – δεν έβλεπε ποτέ ειδήσεις.
Άλλαξε μαγαζί, σταμάτησε να περνά απ’ το δρομάκι. Δεν άντεχε ν’ αντικρύζει τον τοίχο του νεκροταφείου.
Όχι τίποτ’ άλλο, δεν πρόλαβε καν να της πει ότι την έβρισκε όμορφη.

(Ετοιμάζω μία συλλογή... Αυτό θα είναι το πρώτο κομμάτι... Λογικά θα κυκλοφορήσει κάπου την Άνοιξη)