Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2007

Καρναβάλι

Η παρέλαση… Τα χρώματα, ο κόσμος, οι χαρούμενες φατσούλες. Η διασκέδαση, το ξεφάντωμα, το ατελείωτο ποτό και ο ξέφρενος χορός. Να’ταν η ζωή μας όλη έτσι… Αισθάνομαι βασιλιάς, ότι μπορώ ν’αλλάξω τον κόσμο όλο, ότι μπορώ να κυβερνήσω τον κόσμο όλο! Όλοι αυτοί που τρέχουν, που χορεύουν, που δίνουν ζωή και στα πιο μοναχικά σοκάκια, είναι πλημμυρισμένοι με μια χαρά, σχεδόν άγρια χαρά. Δεν κουράζονται ποτέ, δεν βαριούνται ποτέ. Τα αρχαία γονίδιά τους ξυπνάνε και τους παρασέρνουν στο πιο τρελό γλέντι, στο πιο γνήσιο ξεφάντωμα. Το σώμα μπορεί επιτέλους ν’απελευθερωθεί, να κυβερνήσει αυτό για μια φορά, χωρίς να υπάρχει το μυαλό να το εμποδίζει σε τίποτα.
Μία χρυσαφένια μάσκα, μία αργυρή, μία μαύρη κρύβουν το ποιος πραγματικά είσαι, από πού έρχεσαι και τι φοβάσαι. Τα σώματα ακολουθούν τη δυνατή μουσική, η μέση λικνίζεται, τα χέρια απλώνονται αδίστακτα και τα χείλη ανοίγουν πρόθυμα. Δεν χρειάζονται λόγια, ονόματα ή υποσχέσεις, δεν χρειάζονται λουλούδια, ούτε κεριά, παραμόνο κέφι, τρελό κέφι, εκείνο το πaράξενο κέφι που σου γαργαλάει το στομάχι και βάζει φτερά στα πόδια σου. Εκείνο το κέφι που σου ρουφάει κάθε ντροπή και σ’αφήνει ελεύθερο, πραγματικά ελεύθερο, να επιλέξεις, να διασκεδάσεις, να χορέψεις, να κάνεις έρωτα στο βωμό του κεφιού…
Νιώθεις ότι αρέσεις. Η αυτοπεποίθησή σου βρίσκεται στα ύψη και θες να το εκμεταλλευτείς. Πεταλουδίζεις ανάμεσα στις νότες και γίνεσαι το κλειδί του σολ και μετά του φα και οι νότες δεν σχηματίζουν ρυθμό χωρίς εσένα κι εσύ συνεχίζεις να χορεύεις και να χορεύεις και να χορεύεις… Το αίμα σου γίνεται αλκοόλ ή το ανάποδο, δεν έχει σημασία κι εσύ συνεχίζεις, δεν σταματάς, συνεχίζεις…
Πρέπει να προλάβεις να ζήσεις όσα θες τώρα. Γιατί μετά θα ξαναγίνεις αυτός που είσαι, σφιγμένος στα πρέπει σου και στα μη σου. Η ειρωνεία είναι ότι στην πραγματικότητα, δεν είσαι τίποτα παραπάνω από ένα μασκαρά με κοστούμι…
Στην υγειά σου, λοιπόν!

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2007

Τελευταίος Σταθμός

Τελευταίος Σταθμός.
Τελευταία προσπάθεια, τελευταία γέλια, τελευταία δάκρυα.
Αγγίγματα. Φιλιά.
"Το ξέρεις ότι φιλάς υπέροχα;"
Ο κύκλος έκλεισε. Τίποτα δεν θα' ναι πια το ίδιο. Εγώ θα χαμηλώσω το βλέμμα, θα το αδειάσω, έχω άλλα τώρα να φροντίσω, ν' ασχοληθώ. Εσύ, τέλος.
"Έχεις φοβερή φωνή. Ερεθιστική."
Είναι ένα άλμπουμ με στιγμές, σαν φωτογραφίες σε αρνητικά, σχεδόν ένας μήνας για να ενσαρκώσει την πρόταση κατακλείδα δύο χρόνων και κάτι.
Από δεκατέσσερεις, σε δεκατέσσερεις.
Αυτό ήταν όλο.
"Πίστεψέ με, το θέλω όσο το θέλεις κι εσύ."
Ψέμματα.
"Δεν πουλώ αγάπη."
Ψέμματα.
"Θέλω να με κρατάς αγκαλιά όλη νύχτα."
"Θέλω να με φιλάς μία νύχτα ολόκληρη."
Ψέμματα. Ψέμματα.
Περάσαμε τα στάδια επιτυχώς. Μπράβο μας.
Πρόλογος- Κύριο Μέρος -Επίλογος.
Πλοκή/ Κορύφωση/ Κάθαρση.
Μα ποιος απ' τους δυο μας βγήκε καθαρός απ' αυτή την ιστορία;
Βόλτα.
Παραλία. Αραλίκι. Αναμνήσεις.
Σπίτι.
Σπίτι. Σπίτι. Σπίτι.
Σπίτι.
Σπίτι.
Τσιγάρο, ποτό, γέλια.
Κλάμματα, τσιγάρο, ποτό.
Αγκαλιά. Αγκαλιά.
Φιλιά, φιλιά, φιλιά.
Γέλια, χαχανητά.
Ψέμματα.
Τελευταίος Σταθμός.
Σταθμός στα θέλω, αυτά τα θέλω που ίσως νομίζαμε ότι θα μπορούσαν να κρατήσουν ... να κρατήσουν πολύ.
Εσύ.
Εγώ.
Ψέμματα.
Μπλεχτήκαμε στις ροζ μας κορδέλες με τα μπαλόνια στις άκρες, που έφταναν στο ταβάνι εκείνου του παλιού αρχοντικού, το θυμάσαι καθόλου;
Τελευταίος Σταθμός.
Τελευταίος όμως.

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2007

Ώρες

Ώρες.
Κοιτάζω τις ώρες που περνούν. Κάθε μέρα η ίδια ιστορία, ίδιο σκηνικό.

Εφτά. Φως, καφές, πικρία που ξεκίνησε άλλη μία μέρα και πρέπει να σηκωθώ απ' το κρεβάτι, να πάω στη δουλειά, ίδια, ίδια κι όλα ίδια.

Εννιά. Μία ώρα πριν τον επόμενο καφέ. Συνεχίζω να κοιτάζω. Μία ώρα, άλλη μία ώρα κι άλλη μία και γίνονται τρεις και τέσσερις κι οχτώ κι έγω χοροπηδάω σαν σκυλάκι, επειδή θα βγω απ' τη φυλακή μου. Γιούπι! Σκατά.

Άλλη μία ώρα για να κάνω ντουζ και άλλη μία για ταβανοσκόπηση. Και μετά συνεχίζω το μέτρημα.

Αράζω στην παραλία και μετρώ τα κύμματα, ενώ αναρωτιέμαι γιατί υποφέρω τόσο από υπνηλία τον τελευταίο καιρό. Ώρες, ώρες που περνούν από μπροστά μου σε απόλυτη τάξη και οργάνωση κι εγώ κάθομαι και τις κοιτάω σαν ηλίθια και χαίρομαι κιόλας που τις παρακολουθώ να περνάνε με τόση μαθηματική ακρίβεια. Τα νεύρα μου.

Ώρα, λεπτό, δευτερόλεπτο, η ζωή μας μια βόλτα -άλλος τό'χει πει αυτό- κι εγώ θεατής.

Μόνιμος, γραμμένος τυχοδιώχτης μιας μοίρας που θα τα' χει όλα. Ή μήπως τα περισσότερα; Γιατί, ποιος τα' χει όλα; Αλλά ποια είναι τα περισσότερα, που με τη βαρύτητά τους, θα καλύψουν σχεδόν τα όλα;

Κι ώρες, το βιολί τους...

Δευτέρα 9 Ιουλίου 2007

Χρονοδιάγραμμα οδήγησης

΄Ωρα: 08:30
Κρατάω το τιμόνι με το αριστερό χέρι, ενώ το δεξί ακουμπάει το ανοιχτό παράθυρο. Μ' αρέσει η πρωινή δροσούλα, με κάνει να αισθάνομαι ότι έχω πολύ χρόνο μπροστά μου. Μειδιάζω.


' Ωρα: 08:41
Άβυσσος οι σκέψεις μου, ένα χάος το μυαλό μου. Τον θυμάμαι κι ανασηκώνονται οι άκρες των χειλιών μου. Ψιλοδαγκώνω το δεξιό μου αντίχειρα. Σκέφτομαι πώς θα ήταν αν βρισκόμασταν κάπου έξω, σε κόσμο. Ακουμπάω και τις δύο παλάμες στο τιμόνι.Αισθάνομαι ν' αναπνέω ηλιακτίδες. Θα μιλάγαμε, ω, ναι, θα μιλάγαμε πολύ. θα πηδάγαμε απ' το ένα θέμα στο άλλο κι όπως θ' άφηνε τις προτάσεις να ξεγλυστρήσουν απ' τα χείλη του, εγώ θα προσπαθούσα να μην κοιτάω το στόμα του γιατί έτσι θα φαινόταν ότι θέλω να τον φιλήσω.

Ώρα:08:47
Αναρωτιέμαι τι γεύση έχει η ανάσα του.


Ώρα: 08:53
Τον κοιτούσα πώς μίλαγε, πώς χανόταν στιγμές- στιγμές, το βλέμμα του ταξίδευε, έφερνε πάλι εικόνες στην οθόνη του μυαλού του, τις παρατηρούσε εκ νέου και μου τις χάριζε, ντυμένες λέξεις κι ανάσες. Τον φαντάστηκα ν' αναπνέει βαριά... Γρήγορα το' σβησα όμως. Τρόμαξα πως θα το καταλάβει.

Ώρα:09:02
Κι αν το καταλάβαινε; Τι θα' κανε άραγε αν το καταλάβαινε;

Ώρα:09:11
Του στέλνω την καλημέρα μου... Με δυο φιλιά κεντημένα ροδοπέταλα.

Δευτέρα 2 Ιουλίου 2007

Με το στόμα ανοιχτό

- Αποκλείεται! Δεν μιλάς σοβαρά!

- Ναι παιδί μου! επέμενε η Ελένη με γουρλωμένα μάτια κι ανακατεύοντας νευρικά το φραπέ της με το καλαμάκι.

Η Άννα, η Αννούλα μας, η ανεξάρτητη γυναίκα της παρέας, η μποέμ, η λιγάκι μηχανόβια, η -οπωσδήποτε-δεν-παντρεύομαι, ω, θαύμα, παντρεύεται!

Η Ελένη είχε λεπτομέρειες.

- Αυτή, που λες, μας πούλαγε όλες εκείνες τις θεωρίες περί φεμινισμού κι ότι η γυναίκα καταντάει δούλα στο γάμο, ότι σε βαριέται ο σύζυγος μετά την πρώτη εγκυμοσύνη γιατί γίνεσαι τετράπαχο, ότι στην κάνει με την κάθε καλλονή της Ανατολικής Ευρώπης και τώρα, τσουπ, τον τύλιξε τον τύπο κι όπου να' ναι παντρεύεται!

- Γι' αυτό χάθηκε τόσους μήνες... σκέφτηκα φωναχτά. Γι' αυτό δεν απαντούσε το τηλέφωνό της, γι' αυτό μας απέφευγε! Καλά, κρυμμένο τον είχε;

- Α, δεν ξέρω αν τον είχε κρυμμένο, είπε η Ελένη μεσ'την ταραχή, αλλά έχω ακούσει από μία ξαδέρφη της κουμπάρας μιας κοπέλας που μένει δυο στενά πιο κάτω απ' το σπίτι της Άννας - τη Σοφία, την ξέρεις;- (έγνεψα όχι, εκείνη συνέχισε ακάθεκτη) ότι ο γαμπρός είναι μεγάλος σε ηλικία...

- Άντε ρε!

- Ναι, αμέ και μάλιστα είναι και λίγο καραφλός και χοντρός, και δείχνει με τα χέρια της μια αόρατη εγκυμοσύνη.

- Πω πω...! κουνάω κι εγώ το κεφάλι με νόημα.

- Κατάλαβες φιλενάδα; Αχ...,να σου ο αναστεναγμός, μια γουλιά καφές να πάνε κάτω τα φαρμάκια και συνεχίζει: Εγώ, τον είχα τον Αλέξη, τον κούκλο -μα δεν ήταν ένα κουκλί; - (εδώ συμφώνησα) με τα μεγάλα μάτια και τους έξι κοιλιακούς να σχηματίζονται σαν μπακλαβαδάκια, να έτσι τσακ τσακ και τσακ, αχ, τίποτα δεν κατάφερα βρε φιλενάδα, τίποτα, με παράτησε τοσο καιρό κι ούτε ένα τηλέφωνο.. Το γαιδούρι!

Η Ελένη βάζει με δύναμη το φραπέ στο τραπεζάκι της καφετέριας, φανερά συγχισμένη, παίρνω εγώ το δικό μου φραπέ κι όπως σηκώνω το βλέμμα στην Ελένη, βλέπω φόντο την Άννα να μπαίνει στην καφετέρια με τον αρραβωνια στικό της... Ο οποίος ούτε μεγάλος ούτε χοντρός ήτανε. Μια χαρά έξι σχηματισμένους κοιλιακούς είχε... Και μερικές τον λένε και γαιδούρι...!

-

γεια!

Ειμαι χαρούμενη γιατί καταφερα να εχω το δικό μου blog! Και μάλλον μόνο εγώ θα το διαβάζω οπότε μπορώ να γράφω ακριβώς αυτά που σκέφτομαι (αν ήταν όμως έτσι, ποιον χαιρέτησα τώρα μόλις;;)