Πάλι ξημέρωσε. Όλο ξημερώνει. Κι όση συννεφιά κι αν έχει, αυτός ο ήλιος ο αρρωστιάρης, καταφέρνει να ξεμυτίζει σαν κλέφτης και να σπάζει τη μαυρίλα.
Ρίχνω το μάλλινο σάλι στους ώμους μου, φτιάχνω το διπλό ελληνικό καφέ μου και κάθομαι δίπλα στο παράθυρο. Το σάλι εγώ το έπλεξα. Και την κουρτίνα∙ δαντέλα, με ψιλό νήμα, λεπτοδουλειά.
Η πρώτη γουλιά καφέ είναι ό,τι πρέπει για να ξεκινήσει η μέρα. Μετά, μια ρουφηξιά απ’το τσιγάρο, χρόνια συνήθεια. Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να το κόψω∙ λίγο τα γλυκά μείωσα, λίγο τα τηγανιτά και τις σάλτσες, μα το κάπνισμα κάπνισμα. Μ’ αρέσει να καπνίζω. Είναι η παρεούλα μου. Μόνο όταν φτιάχνω κάτι –ένα σάλι, ένα σκούφο – δεν θέλω τσιγάρο, είναι το μυαλό προσηλωμένο στη δημιουργία και δεν σκέφτεται, δεν ταξιδεύει.
Το παράθυρό μου είναι στον πρώτο όροφο της μονοκατοικίας, στο ισόγειο είναι ένα φαρμακείο που νοικιάζω εδώ και σαράντα χρόνια. Με το που αγόρασα το σπίτι, βρήκα τη Δόμνα τη φαρμακοποιό και νοίκιασε το ισόγειο. Τώρα δουλεύει εδώ η κόρη της. Η Δόμνα μένει σπίτι, υποφέρει με την καρδιά της κι αποφεύγει τις μετακινήσεις. Κάποτε με τη Δόμνα βγαίναμε πολύ συχνά, γιατί άρεσε και στις δυο μας να πίνουμε. Ωραία βράδια, σχεδόν ανέμελα, ξεκινούσαμε με σοβαρές κουβέντες, φιλοσοφημένες και καταλήγαμε σε χαχανητά ή κλάματα. Ή πάνω απ΄ τη λεκάνη να ξερνάμε. Και τι δεν είχαμε πει – και πιει!- εκείνη την εποχή! Μας βασάνιζαν πολλά ερωτήματα, άκρη δεν βρίσκαμε, όλο το πιάναμε απ’ την αρχή κι όλο το χάναμε. Είχαμε βέβαια και τρία βασικά κοινά με τη Δόμνα: α) δεν είχαμε πατέρα, β) είχαμε βγάλει Πανεπιστήμιο και γ) δεν μας μιλούσαν πια οι μανάδες μας γιατί μας θεωρούσαν πουτάνες. Ουσιαστικό και γερό δέσιμο, λοιπόν. Κάποτε.
Κάποτε ήταν και το κέντρο της πόλης αλλιώς. Πιο φινετσάτο, νομίζω, πιο αριστοκρατικό, δύσκολα ερχόταν στο κέντρο ο καθένας. Θυμάμαι το γάμο μου στην Παναγία Παντάνασσα, άλλως Καθολική, άλλως Μητρόπολη∙ τρία ονόματα για μια εκκλησία, μάλλον μόνο στην πόλη μας υφίσταται αυτό το πράγμα. Ωραίος γάμος, οφείλω να το παραδεχτώ, απ’ τους γάμους που γίνονται συνειδητά κι όχι γιατί πρέπει. Αυτό δεν έχει αλλάξει βέβαια, όπως και τότε, έτσι και τώρα γίνονται οι περισσότεροι γάμοι ασυνείδητα κι επιπόλαια. Μόνο που τώρα χωρίζουν στο πιτς φυτίλ, τότε έκαναν υπομονή μέχρι να πεθάνει κάποιος.
Κι ο δικός μου, πήγε και πέθανε, πάνε πέντε χρόνια τώρα. «Κάτσε βρε καημένε,» του ‘λεγα, «μην πεθάνεις από τώρα». «Θα σε πάρω μαζί μου, Αναστασία», μ’ απειλούσε, «στα σαράντα μου θα ‘ρθεις να με βρεις!» Ναι, καλά, δε σφάξανε! Σου ‘πα εγώ να πεθάνεις; Όχι! Μοναχός σου πήγες και πέθανες, εμένα τι με θες; Εγώ έχω ακόμα! Αλλά ήταν εγωιστής ο άτιμος, εγωιστής και ζηλιάρης, ακόμα και τη σκιά του έτρεμε. Ήξερε πως ήμουν πιο όμορφη απ’ εκείνον, πιο δυνατή κι ας είχε εκείνος την καριέρα και την αναγνώριση. Εγώ χρησιμοποιούσα πάντα πιο διακριτικές μεθόδους, δεν περίμενε κανένας το μπαμ το δικό μου, δεν έκανα ποτέ δηλώσεις, δεν προετοίμαζα ποτέ το έδαφος. Εκείνος, αν δεν βροντοφώναζε τα σχέδιά του σ’ όλο τον κόσμο, δεν ησύχαζε. Και μετά, στράβωνε κάτι, χαλούσε κάτι κι οι άλλοι τον ρωτούσαν, αυτός θύμωνε, «τι θυμώνεις βρε μάτια μου, μόνος σου τα ‘κανες θάλασσα, εσύ τους έδωσες το δικαίωμα, κράτα και κάτι για σένα», του ‘λεγα. Βέβαια, αυτά δεν τα ‘λεγα στην αρχή γιατί δεν ήθελα να νομίσει πως του έκανα την έξυπνη, πως τον μείωνα. Τον εγωίσταρο! Μετά από τρία-τέσσερα χρόνια μαζί κι αφού μου ‘χε σπάσει τα νεύρα να γκρινιάζει για το ίδιο πράγμα, άρχισα να του πετάω την αλήθεια στα μούτρα, μπας και χαμπάριαζε. Σιγά μην καταλάβαινε αυτός! Αχ... Το παραδέχομαι, μου λείπει. Μου λείπει πολύ.
Οι εικόνες απ’ το παράθυρο αλλάζουν κάπως όταν αλλάζουν οι εποχές. Κατά τ’ άλλα, παραμένουν σχετικά ίδιες. Στο απέναντι διώροφο, μένουν κάποια παιδιά από τη Συρία. Πόσοι είναι δεν ξέρω, το χάνω το μέτρημα γιατί και μοιάζουν μεταξύ τους, έτσι μελαχρινοί που είναι και γιατί όλο και κάποιοι φεύγουν, κάποιοι έρχονται, πού να βρεις άκρη! Τους πολύ πρωινούς δεν τους βλέπω, αυτούς δηλαδή που πάνε στις οικοδομές, γιατί εγώ ξυπνάω γύρω στις οχτώ, που εκείνοι έχουν ήδη φύγει και τους πετυχαίνω μόνο κατά τις πέντε τ’ απόγευμα που γυρίζουν πίσω. Τι εικόνα κι αυτή – είναι η ώρα του δεύτερού μου καφέ – έχουν την κούραση απλωμένη στα πρόσωπά τους, μισόκλειστα μάτια και χαμένο βλέμμα, με τις άκρες των χειλιών τους να γέρνουν προς τα κάτω. Αφού γυρίσουν, θα τους ξαναδώ μετά από καμιά ώρα, φρεσκολουσμένους, να κάθονται στο μπαλκόνι και να καπνίζουν. Δυο πράγματα δεν καταλαβαίνω μαζί τους : πώς φοράνε σαγιονάρες χειμώνα-καλοκαίρι και πώς πίνουν τσάι Ιούλιο μήνα με σαράντα βαθμούς Κελσίου. Μυστήρια πράγματα.
Στο διπλανό ισόγειο, ένας απ’ αυτούς έχει ανοίξει ένα μαγαζάκι –μίνι μάρκετ γράφει απ’ έξω- και πουλάει διάφορα πράγματα, από φρούτα μέχρι κοτόπουλα κι από καφέ μέχρι μπατονέτες. Λέει τα φέρνει από Συρία∙ αλήθεια, ψέμματα, δεν βάζω και το χέρι στη φωτιά, τελοσπάντων, όπως και να ‘ναι, μαζεύει αρκετούς ομοεθνείς του εδωπέρα. Έρχονται και κάνουν τα ψώνια τους και μετά κάθονται έξω στο πεζοδρόμιο και κουβεντιάζουν, καπνίζουν, πίνουν καφέ. Πολλές φορές, κάποιοι από δαύτους έρχονται κι όταν είναι κλειστό το μαγαζάκι, αλλά ο ιδιοκτήτης είναι μέσα. Τους ανοίγει λοιπόν και κάθονται εκεί, ανάμεσα στα ράφια και τις κούτες, μέχρι αργά. Μετά από τέτοιες συναρθροίσεις, παρατηρώ ότι οι σακούλες σκουπιδιών που βγάζει στον κάδο του δρόμου, είναι γεμάτες άδεια μπουκάλια μπύρας. Αν καπνίζουν κιόλας και τίποτα περίεργο, θα ‘θελα να με καλούσαν κι εμένα καμιά φορά. Ωραία θα ‘ταν, χεχε!
Ξέρω ότι λίγο παρακάτω –διαγωνίως αριστερά – μένουν κάτι κοπέλες απ’ την Κίνα. Νομίζω είναι τέσσερεις ή πέντε, σ’ ένα ισόγειο σπίτι και δεν κάθονται ποτέ στο μπαλκονάκι δίπλα στο δρόμο. Τις βλέπω που φεύγουν το πρωί και γυρνάνε απόγευμα, κάποιες ξαναφεύγουν κι έρχονται βράδυ. Έχουν δυο ποδήλατα και τα οδηγούν με τη σειρά, φορώντας τα κωνικά τους καπέλα μην τις κάψει ο ήλιος. Κινδυνεύουν στους δρόμους της πόλης, έχουμε ξεχάσει πια τα ποδήλατα εμείς οι ντόπιοι, οι όμορφες εποχές του ’60 και του ’70 σβήστηκαν μια κι έξω. Όμορφες εποχές όσον αφορά τα ποδήλατα πάντα, γιατί κατά τ’ άλλα... μη τα θυμάμαι τώρα και συγχιστώ. Είχε κι ο συγχωρεμένος ποδήλατο κάποτε... Πώς να συγκρατήσω το χαμόγελο όταν φέρνω αυτή την εικόνα στο μυαλό μου! Αχ... Πήγε και πέθανε ο βλάκας! Βιάστηκε, πολύ βιάστηκε.
Πολλά χρόνια πριν τον χάσω, σε μια συζήτηση που ‘χε ξεφύγει απ’ τον έλεγχο, του είπα πως προτιμούσα να πεθάνει εκείνος πρώτος, παρά εγώ. Θύμωσε ο γερο –ζηλιάρης, ξύνισε τα μούτρα του, «θα βρεις γκόμενο;» σφύριξε μεσ’ απ’ τα δόντια κι εγώ θυμήθηκα τα τσαχπίνικα καμώματα που του ‘κανα όταν ήμασταν νέοι. «Μόνο ένα; Ένας ίσον κανένας!» είπα ειρωνικά. Μα τον είδα που πειράχτηκε στ’ αλήθεια και τον πλησίασα –με δυσκολία βέβαια- και του ‘πα κάτι που ‘χα διαβάσει πρόσφατα σ’ ένα βιβλίο ποίησης: «Άμα κάθεσαι για φαγητό, να τσεκάρεις την απέναντι καρέκλα, γιατί μπορεί να μην αντέξει το βάρος της απουσίας του». Εννοείται πως η ποιήτρια –η Δημουλά νομίζω- το ‘λεγε πανέμορφα ενώ εγώ σχημάτισα τις λέξεις στεγνές και κούφιες, μα ο γέρος μου το κατάλαβε, το ‘νιωσε∙ όπως πάντα άλλωστε. Κι έμεινε η συζήτηση μέχρι εκεί.
Μία απ’ τις Κινεζούλες πηγαίνει δυο φορές τη βδομάδα στης Ερατώς, στο τέρμα του δρόμου. Εγώ κι η Ερατώ σπάνια ν’ ανταλλάξουμε μια καλημέρα, ποτέ μου δεν τη συμπάθησα και τώρα που γέρασε, έγινε ακόμα πιο ιδιότροπη, στριφνή και παράξενη. Την ταλαιπωρεί την κοπελίτσα, πολύ την ταλαιπωρεί, τη βλέπω που σκουπίζει το δρόμο εννιά η ώρα το πρωί∙ πες στο κορίτσι να σου μαζέψει λιγάκι το σπίτι, μωρή στρίγκλα κι ασ’ το δρόμο για τους καθαριστές του δήμου! Ή που τη βάζει να περνάει τα κάγκελα με βρεγμένο πανί, τς τς τς, μα τι παραξενιές είναι αυτές; Σιγά, θα δεξιωθείς κανέναν και φοβάσαι μη σκονίσει το παλτό του;!
Κ είναι η κοπέλα πολύ όμορφη, η πιο όμορφη απ’ όσες μένουν σ’ εκείνο το σπίτι. Με τα μαύρα μακριά της μαλλιά, τη λευκή επιδερμίδα που σκεπάζει τα έντονα μήλα του προσώπου, τα τραβηγμένα μάτια και το τριγωνικό στόμα, θυμίζει νεραϊδόπλασμα που έπεσε από νέκταρ λουλουδιών. Στενοχωριέμαι που τη βλέπω – όχι να δουλεύει, προς Θεού- αλλά να ταλαιπωρείται με αχρείαστες δραστηριότητες. Μια μέρα, δεν άντεξα και τη φώναξα ν’ ανέβει να της πω. «Μετά το σφουγγάρισμα, να μην ρίχνεις τ’ απόνερα στο δρόμο. Να τα ρίχνεις στη γλάστρα τη μεγάλη. Όχι όλα, μην σε πάρουν είδηση, αλλά τουλάχιστον τα μισά». Χαμογέλασε με το πηγούνι στο στήθος, «όχι μαντάμ, όχι, λουλούδι πεθάνει», είπε με τα σπασμένα της ελληνικά, « η μαντάμ σου πρέπει να πεθάνει», της απάντησα κουνώντας το κεφάλι, «αλλά τελοσπάντων, κάνε ό,τι νομίζεις».
Την επομένη ο μισός κουβάς με τη χλωρίνη σφουγγαρίσματος χύθηκε αβίαστα στη γλάστρα. Πολύ το χάρηκα! Σε μια βδομάδα το γιούγκα της Ερατώς μαράθηκε σαν να το ‘χαν ποτίσει πετρέλαιο. Υστερία έπαθε η τρελόγρια, μα δεν της πήγε το μυαλό πως έφταιγε η Κινεζούλα –ούτε κι εγώ φυσικά. Τουλάχιστον την εκδικηθήκαμε για το καθάρισμα των κάγκελων! Όχι που θα την άφηνα. Ο λύκος κι αν εγέρασε... Φυσικά, για κείνη το λέω το «γέρασε». Μην μπερδευόμαστε.
Ένα βράδυ, είδα την Κινεζούλα παρέα μ’ ένα τύπο. Δεν ήξερα αν ήταν ντόπιος ή ξένος, Κινέζος πάντως δεν ήταν, Άραβας ούτε, μα θα μπορούσε να ‘ταν Βούλγαρος, Ρουμάνος ή Πολωνός. Πού να ξέρω! Ωραίο παιδί όμως, λεπτός κι όχι πολύ ψηλός, σταρένιο δέρμα, καστανά μαλλιά. Περπατούσαν πλάι –πλάι και χασκογελούσαν σαν παλαβά∙ τι κάνει ο έρωτας στον άνθρωπο, ε! Τους είδα μετά που μπήκαν στην αυλή και νόμιζαν πως, λίγο πιο πίσω να πήγαιναν, δεν θα φαίνονταν, μα εγώ δεν δυσκολεύτηκα καθόλου να δω. Πώς κοιτάζονταν, πώς ανέβαιναν τα χέρια ν’ αγκαλιάσουν, αδέξια και ντροπαλά, πώς άγγιζαν για λίγο κι απομακρύνονταν με το φόβο του «θέλω, αλλά δεν ξέρω αν θέλεις!». Τελικά, σφιχταγκαλιάστηκαν και χαϊδεύτηκαν κι άνοιξαν πρόθυμα τα χείλη να δεχτούν το φιλί. Το φιλί, η πρώτη ένωση. Τι όμορφο πράγμα που είναι το φιλί! Γίνεται το στόμα μια είσοδος και το μόνο που σκέφτεσαι είναι να χωθείς εκεί μέσα.
Νομίζω πως φιλιόντουσαν κανένα τέταρτο περίπου. Ασταμάτητα. Δοτικά. Αυτοί οι δύο στο μικρόκοσμό τους που δεν χωρούσε κανέναν άλλο. Τής χάιδευε τα μαλλιά κι η μικρή μου νεράιδα είχε κολλήσει πάνω του, με τα χεράκια της μπλεγμένα στο σβέρκο του. Στοιχηματίζω όλη μου τη σύνταξη πως είχε ανέβει στις μύτες των ποδιών της να τον φτάσει. Κι αυτός ο άτιμος είχε κατεβάσει τα χέρια του χαμηλά στη μέση της, αλλά ντρεπόταν να τα πάει κι άλλο κάτω! Τα νιάτα! Τα ερωτευμένα νιάτα...
Τραβήχτηκα απ’ το παράθυρο χαμογελώντας. Το βραδάκι ένα ποτήρι κόκκινο κρασί ήταν η καλύτερη συντροφιά, μα ήμουν ήδη έτοιμη να πάω για δεύτερο. Τι πείραζε δηλαδή; Θα κοιμόμουν και καλύτερα. Είχα και την εικόνα της Κινεζούλας μου που ερωτοτροπούσε στο μυαλό μου, άρα όλα καλά. Βέβαια όταν το παράκανα με το αλκόολ, δύσκολα κατάφερνα να ξαπλώσω στο κρεβάτι μου, αλλά θα ‘παιρνα απόψε το ρίσκο. Ήμουν χαρούμενη, ευχαριστημένη που η Κινεζούλα ήταν ερωτευμένη και περνούσε όμορφα με τον αγαπημένο της.
Προτού τελειώσω το δεύτερο ποτηράκι μου – στην κουζίνα το ‘πινα αυτό- ξαναγύρισα στο παράθυρο να δω τι γίνεται. Μέχρι να πάω, να βάλω το κρασί, να πιω το μισό και να ξαναγυρίσω στο παρατηρητήριό μου, πέρασαν περίπου σαρανταπέντε λεπτά και το ζευγαράκι δεν ήταν πλέον εκεί. Είχα αρχίσει όμως να κάνω άσχημες σκέψεις, νομίζω φοβήθηκα λίγο για την Κινεζούλα μου. Αν αυτός ο τύπος ήταν κανένα ρεμάλι; Αν της πούλαγε έρωτες κι αγάπες και μετά την παρατούσε; Αν είχε κατά νου να βάλει χέρι στις οικονομίες της και να την κάνει; Πωπω ένα βάρος που μου προκάλεσαν οι σκέψεις αυτές. Είναι τ’ αρσενικά φιλότιμα και ευαίσθητα και σκέφτονται πολύ απλοποιημένα απ’ ότι εμείς, αλλά υπάρχει κι αυτό το χαρακτηριστικό τους, αυτή η βλακεία που κουβαλάνε απ’ τα γεννοφάσκια τους, που τους κάνει εντελώς ζώα και φέρονται χωρίς οίκτο. Ένας άντρας κοιμάται μαζί σου χωρίς να σημαίνεις τίποτα γι’ αυτόν, ένας άντρας προσπαθεί να κοιμηθεί μαζί σου ενώ το μυαλό του κι η καρδιά του είναι κολλημένα σε μια άλλη κοπέλα (σ’ αυτή την περίπτωση, υπάρχουν δύο σενάρια: α) αν είναι κάτω των τριάντα δεν θα τελειώνει όση ώρα κι αν το παλεύει και β) αν είναι άνω των τριάντα, δεν θα του σηκώνεται, πολύ απλά!) ένας άντρας σε γυροφέρνει επειδή έχει βάλει στοίχημα με τους φίλους του ότι μπορεί να σε ρίξει. Τι απ’ όλα αυτά ίσχυε για τον έρωτα της Κινεζούλας μου;
Κοιμήθηκα με δυσκολία κι έκανα άσχημο ύπνο. Το πρωί ξύπνησα κακόκεφη και ιδιότροπη, έφτιαξα τον καφέ μου και πήρα θέση στο παράθυρο. Δεν γινόταν και κάτι αξιόλογο. Ή εγώ ήμουν αφηρημένη και κοιτούσα δίχως να βλέπω.
Πέρασαν έτσι δυο μέρες και το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πότε να τους ξαναδώ μαζί, να καταλάβω τι γινόταν. Και τους είδα.
Βραδάκι, είχε φτάσει η ώρα για ύπνο, μα οι ρυθμοί μου είναι πλέον τόσο αργοί που ο χρόνος περνάει γρήγορα∙ τόσο, που δεν το καταλάβαίνω. Ξέμεινα στο παράθυρο χωρίς να θέλω κι εκεί που προσπαθούσα να φύγω απ’ εκεί, τους είδα να έρχονται μαζί, πιασμένοι απ’ το χέρι, χαμογελαστοί, να τη φιλάει στην εξώπορτα και να φεύγει.
Λίγο με ταρακούνησε αυτή η σκηνή. Μ’ άρεσε. «Μπορεί να ‘ναι καλό παιδί», σκέφτηκα και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα μειδίαμα ευχαρίστησης. Κοιμήθηκα καλύτερα μεν, αλλά δεν εφησυχάστηκα δε.
Πέρασαν τρεις βδομάδες. Η Κινεζούλα μου έπλεε σε πελάγη ευτυχίας, έλαμπε σαν αστέρι της Ανατολής, χαζογελούσε ακόμα κι όταν έκανε δουλειές στης Ερατώς, ελάφρυνε το περπάτημά της στο δρόμο λες και πατούσε σε βαμβάκι αντί σε άσφαλτο. Θα το πω πάλι: Τι σου είναι ο Έρωτας! Σαν να χάνεις την υλική σου υπόσταση, γίνεσαι πνεύμα, ψυχή και το σώμα το χρησιμοποιείς μόνο για τους αισθητήρες του, να περάσει όλη αυτή η φουρτούνα από τον έναν στον άλλο και το ανάποδο...
Ένα απογευματάκι, δεν άντεξα και τη φώναξα ν’ ανέβει καθώς έφευγε απ’ της Ερατώς. «Είμαι χαρούμενη που είσαι ερωτευμένη», της είπα ευθύς. «Μαντάμ...» πήγε να πει μα την έκοψα με μία κίνηση. «Είναι εντάξει», χαμογέλασα κι αυτή κοκκίνισε και κοίταξε το πάτωμα. «Πες μου μόνο, από πού είναι;» (Αν μ’ έκριναν για ρατσίστρια, ας μ’ έκριναν, δεν μ’ ένοιαζε καθόλου!) «Εδώ!» φώναξε ενθουσιασμένη. Συνοφρυώθηκα. «Ναι;» «Ναι, ναι» « Και πού δουλεύει;» «Κατάστημα ρούχα πουλάει». Χαμογέλασα σφιγμένα. Κάτι δεν μ’ άρεσε εδωπέρα. «Και είπε βρει καλό δουλειά για μένα, μην πάω σπίτια κουράζομαι».
Δεν απάντησα. Η Κινεζούλα έφυγε. Εγώ περίμενα το μπαμ. Αναπόφευκτα και με σιγουριά.
Δεν άργησε να συμβεί. Την είδα. Παρασκευή βράδυ, να βγαίνει απ’ το σπίτι της κουβαλώντας ένα ξύλινο δίσκο με λουράκι περασμένο στο σβέρκο της. Ήρθε ένας κόμπος και κάθησε στο λαιμό μου, καθώς την παρακολουθούσα ν’ απομακρύνεται με το δίσκο γεμάτο κουκλάκια, πολύχρωμα τρενάκια, μπαστουνάκια που έφεγγαν σε διάφορα χρώματα, φωσφορούχα βραχιόλια, παιδικά πιστόλια, αναπτήρες κι ένα σωρό άλλα αντικείμενα προς πώληση. Περπατούσε αργά, το βάρος του δίσκου ήταν σχετικά μεγάλο για το κορμάκι της κι όμως επέμενε να το κουβαλάει.
Γιατί; Γι’ αυτόν; Τι της είπε και την έπεισε; Ή τι της είπε και την εξανάγκασε; Χρειαζόταν η Κινεζούλα μου να γίνει πλανοδιοπώλης; Έπρεπε να μπει κάτω απ’ το λουράκι του δίσκου και να πάρει σβάρνα τα μπαράκια και τις καφετέριες και να παρακαλάει τον καθένα ν’ αγοράσει ένα φωτιστικό με μπαταρία σε σχήμα αυγού;
Καιρό είχα να στεναχωρεθώ τόσο πολύ. Να βουρκώσω απ’ αγανάκτηση, από θυμό, από απογοήτευση. Από ανημποριά, κυρίως απ’ αυτό.
Δεν απολάμβανα πια το παρατηρητήριό μου. Δεν έβλεπα πια τους Σύριους που ψώνιζαν απ’ το μαγαζί του πατριώτη τους, ούτε τις υπόλοιπες Κινέζες που φορούσαν τα καπέλα τους και πήγαιναν βόλτα με τα ποδήλατα. Δεν με συγκινούσε η Άνοιξη που είχε μπει για τα καλά, ούτε ο κόσμος που έβγαινε απ’ τα σπίτια του συχνότερα, σαν σαλιγκάρια στη βροχή. Σκεφτόμουν την Κινεζούλα. Κι η αλήθεια είναι πως, μετά το βράδυ που την είδα για πρώτη φορά με το δίσκο, δεν ξανάδα τον ομορφονιό μαζί της. Μόνο εκείνη η έρμη, κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή φόρτωνε το δίσκο στο λαιμό της και ξεκινούσε τις πωλήσεις.
Όταν ξημέρωσε εκείνη η Δευτέρα η απριλιάτικη, δεν θα μπορούσα να φανταστώ την κατάληξή της. Είχανε μια συναυλία σ’ ένα πάρκινγκ δυο στενά πιο κάτω, πήγε εννιά το βράδυ μαζεύτηκε κόσμος, αγόρια με κοτσίδες και κορίτσια με πολύχρωμα ρούχα περνούσαν απ’ το δρόμο μας για να βγουν στο πάρκινγκ, φασαρία, κορναρίσματα, χαμός. Απ’ το παράθυρό μου δεν έβλεπα τη συναυλία, μα τα φώτα χρωμάτιζαν τον ουρανό κι έπαιρνα μια γεύση του τι γινόταν.
Ξεκίνησαν οι κιθάρες και τα ντραμς, άρχισαν τα τραγούδια, γέμισε η νύχτα φωνές, μελωδίες και ρυθμό σε σχήμα ροκ, χειροκροτούσαν οι θεατές, τραγουδούσαν δυνατά και παράφωνα, έμπαινε στη μέση ο τραγουδιστής να σώσει το κομμάτι και κάπως έτσι κυλούσε η βραδυά. Εγώ χαμογελούσα. Είναι ωραία να ‘σαι νέος. Δεν σ’ ενοχλεί τόσο η μοναξιά. Αχ... Πήγε κι αυτός και πέθανε... Μπα σε καλό μου, τι κάθομαι και σκέφτομαι, μπα!
Όταν την είδα να τρέχει, δυσκολεύτηκα να την αναγνωρίσω. Κρατούσε το δίσκο και με τα δύο χέρια κι έκανε μεγάλα βήματα να φτάσει στο δρόμο μας. Ανέμιζαν τα μαλλιά της πίσω, είχαν ανοίξει διάπλατα τα μάτια της απ’ το φόβο και η μυτούλα ανοιγόκλεινε να ρουφήξει οξυγόνο πάνω απ’ τα μισάνοιχτα χείλη∙ μα τι συνέβαινε; Γιατί ήταν έτσι η Κινεζούλα μου;
Ανησύχησα. Θύμωσα. Ύστερα τους είδα. Πέντε κωλόπαιδα από δεκατεσσάρων μέχρι δεκαέξι χρονών, την είχαν πάρει από πίσω, της φώναζαν διάφορα πράγματα, χαχάνιζαν και δεν την άφηναν ήσυχη, περπατούσαν πίσω της και δίπλα της, την έβριζαν για να γελάσουν, ενώ εκείνη προσπαθούσε να ξεφύγει χωρίς ν’ απαντάει.
Έβαλα τα χέρια μου και με πολύ κόπο κατάφερα ν’ ανοίξω το παράθυρο όρθια κι ήμουν έτοιμη να φωνάξω, μα δεν πρόλαβα.
Ένας κοντούλης, μικροκαμωμένος και μελαχρινός, κλώτσησε το δίσκο της και τον αναποδογύρισε. Γέμισε ο δρόμος πολύχρωμα φωτάκια, την έσπρωξαν φωνάζοντας «μάζεψέ τα, μάζεψέ τα τώρα!» κι αυτή είχε πέσει στα γόνατα με το δίσκο ακόμα περασμένο στο λαιμό της και τους κοιτούσε κι έκλαιγε, έκλαιγε και τους κοιτούσε, λέξη δεν είχε βγάλει, κουνούσε μόνο το κεφάλι σαν να μην πίστευε ότι της συνέβαινε αυτό το πράγμα, κάποιος έπιασε ένα σκυλάκι που έφεγγε γαλάζιο φως και το κλώτσησε στο φίλο του κι άρχισαν τα καθάρματα, να παίζουν μπάλα με το σκυλάκι. Τα μαλακισμένα.
Έβραζα από θυμό, έτρεμαν τα χέρια μου και ίσα που κρατιόμουν πάνω στο παράθυρο. «Φύγετε ρε!» φώναξα δυνατά, «αφήστε την κοπέλα ήσυχη!»
Ξαφνιάστηκαν κι έψαξαν από πού ερχόταν η φωνή. Ύστερα έβαλαν τα γέλια. «Παίρνω την αστυνομία τώρα! Αφήστε την ρε, φύγετ’ από ‘δω!»
Θυμός. Αυτός που σε θολώνει. Που σε ταρακουνά. Που σε κατακλύζει. Που σε κάνει ν’ αναπνέεις σαν ταύρος. Θυμός. Ανεξέλεγκτος. Ανελέητος. Έπρεπε να βάλω το μυαλό μου να δουλέψει.
«Βοήθεια! Βοήθεια! Φωτιά! Φωτιά!»
Έτσι μπράβο, Αναστασία. Κίνηση ματ. Να βγούνε όλοι έξω. Άμα καταλάβουμε πως κινδυνεύει κι ο δικός μας κώλος, νοιαζόμαστε να δούμε τι συμβαίνει.
Πρώτο άνοιξε το σπίτι της Ερατώς, μετά το απέναντι, το πιο κάτω από μένα, οι Σύριοι, οι Κινέζες, σε δυο λεπτά ήταν όλη η γειτονιά έξω. Φοβήθηκαν τα βλαμμένα και το ‘βαλαν στα πόδια, η Κινεζούλα μου ακόμα στο δρόμο να κλαίει με λυγμούς και τα πολύχρωμα πραγματάκια της σκορπισμένα τριγύρω∙ πήγαν και τη σήκωσαν οι φίλες της, της μάζεψαν την πραμάτεια οι Σύριοι. Σκούπιζε αυτή τα μάτια της μα όλο ξαναδάκρυζε, τη βοήθησαν να περπατήσει μέχρι το σπίτι. Περίεργη πομπή κάτω απ’ το παράθυρό μου∙ μπροστά οι Κινέζες, πίσω οι Σύριοι με τα μπιχλιμπιδάκια –ένας της είχε πάρει το δίσκο και τον κουβαλούσε παραμάσχαλα- πιο πίσω κάτι ντόπιοι, άντρες και γυναίκες να σχολιάζουν το συμβάν, ν’ αναρωτιούνται, να θυμώνουν.
Ξεχάστηκα κι εγώ απ’ τη χαρά μου πως τα κατάφερα και άφησα το παράθυρο να πάω κάτω να την πάρω αγκαλιά. «Περιμένετε κι εμένα, περιμένετε καλε!» φώναξα στο άδειο σπίτι, μα παραπάτησα κι έπεσα μ’ όλο μου το βάρος στο καροτσάκι, αναποδογύρισε αυτό και κτύπησα εγώ το κεφάλι στην άκρη του τραπεζιού, πριν πέσω στο πάτωμα.
Έτρεχε το αίμα και μου λέρωνε το στόμα, είχε αυτή τη μεταλλική γεύση, μα δεν με πείραζε. Ήξερα πως δεν θα ξανακαθόμουν στο παρατηρητήριό μου, κρίμα, τ’ άφηνα μόνο του, όμως στ’ αλήθεια μ’ είχαν κουράσει τα νεκρά μου πόδια. Πόσα χρόνια πια! Κάποτε ήμουν περήφανη γι’ αυτά, μα τώρα... Στο καροτσάκι τόσα χρόνια, κουζίνα –δωμάτιο – παράθυρο, δύσκολα να ξαπλώσω, δύσκολα να σηκωθώ, όλα δύσκολα.
Χαμογέλασα. Κούραση, πόση κούραση... Και μοναξιά! Ώρα για ύπνο λοιπόν. Μια νύστα που έχω, πολύ βαριά τα βλέφαρά μου.
«Καλή μας αντάμωση, γερο –ξεκούτη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου