Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2007

Ώρες

Ώρες.
Κοιτάζω τις ώρες που περνούν. Κάθε μέρα η ίδια ιστορία, ίδιο σκηνικό.

Εφτά. Φως, καφές, πικρία που ξεκίνησε άλλη μία μέρα και πρέπει να σηκωθώ απ' το κρεβάτι, να πάω στη δουλειά, ίδια, ίδια κι όλα ίδια.

Εννιά. Μία ώρα πριν τον επόμενο καφέ. Συνεχίζω να κοιτάζω. Μία ώρα, άλλη μία ώρα κι άλλη μία και γίνονται τρεις και τέσσερις κι οχτώ κι έγω χοροπηδάω σαν σκυλάκι, επειδή θα βγω απ' τη φυλακή μου. Γιούπι! Σκατά.

Άλλη μία ώρα για να κάνω ντουζ και άλλη μία για ταβανοσκόπηση. Και μετά συνεχίζω το μέτρημα.

Αράζω στην παραλία και μετρώ τα κύμματα, ενώ αναρωτιέμαι γιατί υποφέρω τόσο από υπνηλία τον τελευταίο καιρό. Ώρες, ώρες που περνούν από μπροστά μου σε απόλυτη τάξη και οργάνωση κι εγώ κάθομαι και τις κοιτάω σαν ηλίθια και χαίρομαι κιόλας που τις παρακολουθώ να περνάνε με τόση μαθηματική ακρίβεια. Τα νεύρα μου.

Ώρα, λεπτό, δευτερόλεπτο, η ζωή μας μια βόλτα -άλλος τό'χει πει αυτό- κι εγώ θεατής.

Μόνιμος, γραμμένος τυχοδιώχτης μιας μοίρας που θα τα' χει όλα. Ή μήπως τα περισσότερα; Γιατί, ποιος τα' χει όλα; Αλλά ποια είναι τα περισσότερα, που με τη βαρύτητά τους, θα καλύψουν σχεδόν τα όλα;

Κι ώρες, το βιολί τους...